Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Ο σύγχρονος προεκλογικός λόγος απωθεί!




Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]



Καθώς πάμε προς τις εκλογές…

Ο σύγχρονος προεκλογικός  λόγος απωθεί!


Ερώτηση: Αν δώσουμε σ' έναν υποψιασμένο Έλληνα πολίτη να διαβάσει δύο προεκλογικά πολιτικά κείμενα, ένα γραμμένο από πολιτικό που ανήκει στο κυβερνών κόμμα κι ένα κείμενο πολιτικού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα καταλάβει ο αναγνώστης ποιο κείμενο είναι του ΣΥΡΙΖΑ και ποιο της Νέας Δημοκρατίας; Η απάντηση (που κατά τη γνώμη μου βγαίνει αβίαστα) είναι «NAI, θα καταλάβει». Και αυτό γιατί η ρητορική του πολιτικού λόγου των δύο «μεγάλων» κομμάτων, όπως εμφανίζεται στην προεκλογική περίοδο, είναι αναγνωρίσιμη.
Πώς λειτουργεί, όμως, η ρητορική του πολιτικού λόγου[2]; Ο πολιτικός λόγος, περισσότερο από άλλες μορφές γλωσσικής επικοινωνίας, αποσκοπεί στο να οδηγήσει σε πράξη: στο να ψηφίσει ο πολίτης αυτό ή εκείνο το κόμμα που θα κυβερνήσει τη χώρα ή θα αποτελεί τη φωνή του στο Κοινοβούλιο (εθνικό ή ευρωπαϊκό). Οι στρατηγικές που έχει στη διάθεσή του είναι κυρίως δύο: η λογική επικοινωνιακή προσέγγιση και η βιωματική (συγκινησιακή).
Η πρώτη, δηλαδή η στρατηγική της πειθούς, είναι η δύσκολη.  Η δεύτερη, δηλαδή η στρατηγική του συνθήματος, είναι η ευκολότερη. Ιδανική για τον πολιτικό λόγο είναι η στρατηγική της πειθούς, συνδυασμένη με περιορισμένης εκτάσεως συγκινησιακές απηχήσεις. Ο πολιτικός λόγος της πειθούς είναι αποδεικτικός λόγος. Στηρίζεται στο επιχείρημα, στην απόδειξη της σύνδεσης πράξεων και υποσχέσεων που συνιστά την αξιοπιστία τού πολιτικού λόγου. Έχει μελετημένο σχεδιασμό, με συγκεκριμένα προγράμματα, σε καθαρό περίγραμμα αρχών και θέσεων, με δημιουργικές και αποτελεσματικές προτάσεις που μπορούν να επιλύσουν σημαντικά και υπαρκτά προβλήματα του πολίτη καθώς και σε οράματα που μπορούν να εμπνεύσουν τον πολίτη άμεσα ή έμμεσα.
Από την άλλη μεριά, ο πολιτικός λόγος του συνθήματος ενεργοποιεί και εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα του πολίτη: φόβους, άγχος, αγανάκτηση, μίσος, φανατισμό, συμπάθεια, χαρά, προσδοκία, ενθουσιασμό, συναισθήματα υπεροχής και δύναμης, συναισθήματα αδικίας, καταπίεσης κ.λπ. Συνήθης τακτική στη ρητορική του πολιτικού λόγου που απευθύνεται στο συναίσθημα του ψηφοφόρου είναι η κινδυνολογία: η πρόκληση φόβου από ποικίλους επερχόμενους κινδύνους, τους οποίους καλείται να αποτρέψει ο πολίτης, ψηφίζοντας συγκεκριμένο κόμμα.
Επιπρόσθετα, η ρητορική του πολιτικού λόγου χρησιμοποιεί αντίθετες τακτικές, ανάλογα αν εκπορεύεται από το κόμμα που κυβερνά ή τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Είναι πλήρως επαινετική στον πολιτικό λόγο του κυβερνώντος κόμματος και εντελώς απαξιωτική στο λόγο της αντιπολίτευσης. Τα πάντα έχουν καλώς στον κυβερνητικό πολιτικό λόγο. Τα πάντα βαίνουν κατά διαόλου σύμφωνα με τον πολιτικό λόγο της αντιπολίτευσης. Ο κυβερνητικός λόγος μιλάει καταξιωτικά για σημαντικό έργο που έχει συντελεστεί, για γνώση των θεμάτων και για πείρα, για επιτυχείς χειρισμούς, για σοβαρότητα και εγκυρότητα στην άσκηση της πολιτικής, για ανάγκη συνέχισης και ολοκλήρωσης του κυβερνητικού έργου που βρίσκεται σε εξέλιξη κ.λπ. Αντίθετα, ο αντιπολιτευτικός πολιτικός λόγος είναι προβλέψιμα απαξιωτικός: ανυπαρξία έργου από το κυβερνών κόμμα, άγνοια των θεμάτων, απειρία, ανικανότητα χειρισμών, έλλειψη σοβαρότητας, κύρος μηδέν, πλήρης αναξιοπιστία κ.λπ. Τελικά, αυτή η σύγκρουση της πλήρως καταξιωτικής και της πλήρως απαξιωτικής ρητορικής κλονίζει την αξιοπιστία τού πολιτικού λόγου στη συνείδηση των κριτικά σκεπτόμενων πολιτών και ικανοποιεί μόνο την ψυχολογία των πολιτών-οπαδών, οι οποίοι αρέσκονται και- ακόμη περισσότερο- εθίζονται να ακούν ό, τι συμφωνεί με τις πολιτικές επιλογές τους.
Με τέτοιες δεσμεύσεις και συμπεριφορές των πολιτικών, τόσο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, όσο και της τοπικής (Αυτοδιοικητικής), οι οποίοι εν πολλοίς δεν έχουν ακόμη ξεπεράσει τη νοοτροπία τού ρουσφετιού και τους διχαστικούς διαχωρισμούς τού τύπου «οι δικοί μας και οι άλλοι», ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα έχει πάρει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή του κομματικού λόγου.
Γι΄ αυτό, η σημερινή πολιτική πραγματικότητα (πτώση πολιτικού ήθους, επικράτηση αθέμιτου ανταγωνισμού, άκρατος κομματισμός, δημαγωγία, εκμετάλλευση εκλογικού σώματος και διάψευση προσδοκιών) απωθεί τους σκεπτόμενου πολίτες και προπάντων τους νέους, οι οποίοι από τη φύση τους θεωρούνται ειλικρινείς, αδιάφθοροι και αρνούνται να υιοθετήσουν κατεστημένα πρότυπα δράσης και πολιτικοποίησης.


[1]  Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί κάθε Τετάρτη και Σάββατο στην εφημερίδα της Καρδίτσας «Πρωινός Τύπος». (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία  κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr)
[2] Αναρωτιέται ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 2/4/2000.

Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Καλύτερο «όπλο» της προπαγάνδας η «μισή αλήθεια»!





Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]



Καθώς πάμε προς τις εκλογές…[2]

Καλύτερο «όπλο» της προπαγάνδας η «μισή αλήθεια»!



Κάποιοι σίγουρα γνωρίζετε για το πείραμα του αμερικάνου ψυχολόγου  J. E. Asc. Ο Asch έδειξε σε έξι πρόσωπα μια γραμμή ορισμένου μήκους και τους ζήτησε να βρουν την αντίστοιχη τους, ανάμεσα σε τρεις άλλες που είχαν κι αυτές παρουσιαστεί στον πίνακα. Από τις τρεις επιλογές που είχαν η σωστή ήταν ολοφάνερα σωστή, αφού οι άλλες δύο ήταν αρκετά μικρότερες. Οι πέντε από τους έξι «εθελοντές» όμως, ήταν υπάλληλοι του επιστήμονα. Σε αυτούς είχε δοθεί η εντολή να διαλέξουν ομόφωνα, χωρίς να δείξουν καμία αμφιβολία, μία λάθος γραμμή. Οι πέντε υπάλληλοι «διάλεγαν» πρώτοι και μετά, αφού είχε ακούσει τους προηγούμενους, ήταν η σειρά του αληθινού «πειραματόζωου» να διαλέξει. Τα περισσότερα από τα υποκείμενα του πειράματος, ενώ έβλεπαν ότι η γραμμή που είχαν διαλέξει οι προηγούμενοι ήταν λάθος, επέλεγαν την ίδια - τη λάθος! Και το πιο περίεργο, ίσως το πιο σημαντικό, είναι ότι μόλις το υποκείμενο μάθαινε τη «συνομωσία,  δεν παραδεχόταν ότι διάλεξε τη λανθασμένη γραμμή, υποκύπτοντας στην πίεση της… «κοινής γνώμης», αλλά ότι ήταν δικό του λάθος, αβλεψία, ανοησία, κακή εκτίμηση.
Η προπαγάνδα, λοιπόν, μπορεί να χρησιμοποιήσει με μεγάλη επιτυχία τις πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς το συμφέρον του στόχου που εξυπηρετεί: Αρκεί να πείσεις την πλειοψηφία, και αυτή με τη σειρά της θα παρασύρει και τους υπόλοιπους. Αλλά, ξέρετε, η προπαγάνδα μπορεί να είναι τόσο καλοσχεδιασμένη, που δε χρειάζεται καν να καταφύγει στο ψέμα: Ακόμα καλύτερα αποτελέσματα από το ψέμα- που ούτως ή άλλως μπορεί να αποκαλυφθεί και να οδηγήσει την προπαγάνδα σε ναυάγιο- εγγυάται η χρήση της παραποιημένης- μισής αλήθειας, ή η προβολή ενός μεμονωμένου γεγονότος, προκειμένου να προκύψει ένα γενικό συμπέρασμα.
Καταγράφω δύο παραδείγματα των τελευταίων ημερών. Πρώτο: ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσιάστηκε από τα φίλα προσκείμενα στην νυν κυβέρνηση Μ.Μ.Ε. ότι δήλωσε στην Κρήτη  πριν από λίγες μέρες πως θα καταργήσει τα επιδόματα, όταν η Ν.Δ. γίνει κυβέρνηση. Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος που να κάνει τέτοια δήλωση (ακόμη και αν κατά βάθος πιστεύει μια τέτοια θέση). Πράγματι, η δήλωση, όπως παρουσιάστηκε ήταν μισή, αφού ο συγκεκριμένος πολιτικός συνέχισε, μιλώντας για ανάπτυξη κ.τ.λ.. Παράδειγμα δεύτερο:  Ο υπουργός Παύλος Πολάκης παρουσιάστηκε από τα φίλα προσκείμενα στην νυν αντιπολίτευση  Μ.Μ.Ε. ότι πρόσβαλε τον υποψήφιο με την Ν.Δ. ευρωβουλευτή κ. Στέλιο Κυμπουρόπουλο, έναν άνθρωπο παραπληγικό (με ειδικές ικανότητες).  Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος που να κάνει τέτοια δήλωση (προκαλώντας προπάντων το κοινό αίσθημα). Πράγματι, η δήλωση, όπως παρουσιάστηκε ήταν μισή, αφού ο συγκεκριμένος πολιτικός συνέχισε, μιλώντας για μέριμνα της Πολιτείας προς τους πολίτες  με ειδικές ικανότητες, ένας εκ των οποίων συμβαίνει να είναι ο κ. Κυμπουρόπουλος κ.τ.λ.. Και στις δυο περιπτώσεις η προπαγάνδα στηρίχθηκε στο ισχυρό «όπλο» της, τη μισή αλήθεια, για λόγους επικοινωνιακούς έναντι της κοινής γνώμης. Αλλά και η χρήση μεμονωμένων γεγονότων τα οποία προβάλλονται αλλεπάλληλα σαν καταιγισμό ειδήσεων, προσφέρουν ένα αποτέλεσμα, στο οποίο δημιουργείται  μια εντύπωση που βεβαίως δεν προέρχεται από ψεύδη, αλλά δεν αποκαλύπτει και την πραγματική κατάσταση που ίσως να επικρατεί. Έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με το «πού εστιάζουν οι κάμερες».
Συμπερασματικά, στο σύγχρονο κόσμο η προπαγάνδα είναι κυρίαρχο συστατικό της καθημερινότητας. Εντοπίζεται εύκολα ή δύσκολα παντού. Δε θα ξεχάσω την αποτυχημένη προσπάθεια των ΜΜΕ να πείσουν τον κόσμο στο ΝΑΙ του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015. Αυτό είναι ένα παράδειγμα άτεχνης, πανικοβλημένης, κακής προπαγάνδας. Δεν αρκεί, όμως, να πούμε πως η προπαγάνδα είναι «κακή». Το βασικότερο είναι να τη διακρίνουμε όσο ευκολότερα και γρηγορότερα μπορούμε και πάνω απ’ όλα να κατανοήσουμε το στόχο της. Και όταν σαν φερέφωνα, γιατί συνήθως αυτό είμαστε, την αναπαράγουμε- ιδίως όταν βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο- ας γνωρίζουμε τουλάχιστον ποιανού συμφέροντα εξυπηρετούμε. Τα δικά μας, μάλλον ποτέ.


[1]  Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί κάθε Τετάρτη και Σάββατο στην εφημερίδα της Καρδίτσας «Πρωινός Τύπος». (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία  κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr)
[2] Οι διαπιστώσεις και τα «μηνύματα» αυτού του κείμενου, όπως και των επόμενων, απευθύνονται κυρίως στους ψηφοφόρους, αλλά και στους υποψήφιους (ευρωβουλευτές, περιφερειακούς, δημοτικούς, τοπικούς συμβούλους), στους οποίους λίγο πολύ είναι γνωστά.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Η προπαγάνδα στη ζωή μας (Α΄ Μέρος)








Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]




Καθώς πάμε προς τις εκλογές…[2]

Η προπαγάνδα στη ζωή μας (Α΄ Μέρος)

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως η προπαγάνδα είναι συνυφασμένη με την καθημερινότηταμασκαρεμένη έντεχνα σε κάθε περίσταση ή έκφανσή της που ξεγελά και τον πλέον καχύποπτο. Φορώντας δεκάδες προσωπεία, συχνά φαίνεται να υφίσταται ως αναγκαίο κακό ή και αθώα πλάνη. Η προπαγάνδα υπάρχει παντού, από την καθημερινή επικοινωνία μεταξύ μας, τα ΜΜΕ, τις διαφημίσεις, τα κουτσομπολιά, το εμπόριο, κ.ο.κ. Συχνά είναι δύσκολο να τη διακρίνει κανείς, αφού, για να κατανοήσεις τη προπαγάνδα, πρέπει πρώτα να εντοπίσεις το στόχο που εξυπηρετεί.
Η προπαγάνδα είναι ίσως το κυρίαρχο όπλο των πάσης φύσης ισχυρών (κρατών, κομμάτων, εφοπλιστών, μιντιαρχών, συνδυασμών κ.α.). Ωστόσο, ενώ η γνώμη του λαού φαινομενικά δεν έχει καμία σημασία, όσο ισχυρό και αν είναι ένα καθεστώς, πρέπει να φροντίζει να καλλιεργεί τις συνειδήσεις προς το συμφέρον του, όποιο και αν είναι αυτό. Με άλλα λόγια όσο ανίσχυρος και αν φαίνεται ο λαός, όλοι οι άρχοντες συμφωνούν πως ο λαός είναι κάτι που οι εξουσιαστές πρέπει να φοβούνται. Φωνή λαού, οργή Θεού λέει η παράδοσή μας, και είναι κάτι που ακόμα και ο Χίτλερ παραδέχτηκε. Γι αυτό και ίδρυσε το υπουργείο Δημόσιου Διαφωτισμού και Προπαγάνδας, αρχηγός του οποίου διετέλεσε ο μαέστρος της προπαγάνδας Δόκτωρ Γιόζεφ Γκαίμπελς.
Αλλά ας μην πηγαίνουμε μακριά. Στην αρχαία Αθήνα, η Εκκλησία του Δήμου ήταν η κυριότερη δημοκρατική συνέλευση. Από εκεί παίρνανε σημαντικές αποφάσεις για εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα, με την ψήφο των αθηναίων πολιτών να ασκεί την απόλυτη εξουσία. Βέβαια, για να παρθεί μια απόφαση, τον πρώτο λόγο είχαν οι ρήτορες, που απήγγειλαν λόγους, προκειμένου να πείσουν το λαό να πάρει την απόφαση που συνέφερε τους ίδιους τους ρήτορες ή τους «εργοδότες» τους. Ο στόχος τους ήταν να κερδίσουν με το μέρος τους την κοινή γνώμη και τελικά να κερδίσουν το εκάστοτε ψήφισμα. Βέβαια, η δημαγωγία ήταν μέγιστο παράπτωμα, αλλά βλέπετε οι ισορροπίες μεταξύ δημαγωγίας και καθοδήγησης είναι πολύ λεπτές. Η ανάγκη της προπαγάνδας, λοιπόν, έχει ανακαλυφθεί χιλιάδες χρόνια τώρα.
Σήμερα, όμως, πρόκειται για μια «τέχνη» που έχει εξελιχθεί πολύ, αφού πολλοί τομείς της τεχνολογίας και των επιστημών έχουν συμβάλλει σε αυτή την εξέλιξη. Με τη μαζική είσοδο των τηλεοράσεων και του ραδιοφώνου στα σπίτια του κόσμου, έγινε κατανοητό πως, για να χειραγωγήσεις ένα λαό, δε χρειάζεται να τον τρομοκρατείς με όπλα, στρατό και αστυνομία. Μπορείς, αντίθετα να πλάσεις την πραγματικότητά του, όπως εσύ επιθυμείς, και να τον καθοδηγήσεις σε ό,τι συμπέρασμα θέλεις.
 Ο άνθρωπος είναι δυνατό να πιστέψει το οτιδήποτε, αρκεί να του το θέσεις με έξυπνο τρόπο. Άλλωστε, θα έχετε όλοι παρατηρήσει ότι αρκεί μια είδηση, έστω και εξωφρενική, να δημοσιευτεί σ’ ένα έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας ή να μεταδοθεί από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση με έμφαση, για να γίνει πιστευτή. Υποτίθεται ότι για να φτάσει έως εκεί, την εγγυάται ένας οπωσδήποτε σημαντικός αριθμός μαρτύρων και για τούτο, με όλο που δεν υπάρχουν θετικές αποδείξεις, ούτε καν σοβαρές ενδείξεις, για την αλήθεια της, δεν αποφασίζομε να την αμφισβητήσομε: «Αφού λέγεται, έτσι θα είναι»…
Προσέξτε στη φράση: Αυτό το απρόσωπο «λέγεται» είναι η φωνή της προπαγάνδας που ακούγεται και ενεργεί πάνω στον καθένα μας με δύναμη που δύσκολα μπορούμε να της αντισταθούμε. «Για να το λένε, θα είναι αλήθεια». Να το λένε ποιοι, όλοι και κανείς συγκεκριμένα. «Λέγεται», όμως και επαναλαμβάνεται, τούτο και μόνο φτάνει να ανατρέψει τη δυσπιστία μας. Έτσι ενεργεί η προπαγάνδα και κρυσταλλώνεται τόσο σκληρά, ώστε η «κοινή γνώμη» δύσκολα μπορεί να σπάσει την κρούστα της και να λευτερωθεί.
Συνεχίζεται …



[1]  Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί κάθε Τετάρτη και Σάββατο στην εφημερίδα της Καρδίτσας «Πρωινός Τύπος». (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία  κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr)
[2] Οι διαπιστώσεις και τα «μηνύματα» αυτού του κείμενου, όπως και των επόμενων, απευθύνονται κυρίως στους ψηφοφόρους, αλλά και στους υποψήφιους (ευρωβουλευτές, περιφερειακούς, δημοτικούς, τοπικούς συμβούλους), στους οποίους λίγο πολύ είναι γνωστά.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Η αλήθεια δεν είναι μόνο μία




Καθώς πάμε προς τις εκλογές…[1]


Η αλήθεια δεν είναι μόνο μία[2]


Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα χωριό της Ινδίας ζούσαν ένας τυφλός μαχαραγιάς και πέντε σοφοί άνθρωποι, επίσης τυφλοί. Οι άλλοι συγχωριανοί τούς σέβονταν και τους βοηθούσαν. Επειδή ήταν τυφλοί και δεν μπορούσαν να δουν με τα μάτια τους τον κόσμο, χρησιμοποιούσαν όλες τις άλλες αισθήσεις τους μα προπάντων τη φαντασία τους. Επίσης, χρησιμοποιούσαν τα μάτια των άλλων, γι’ αυτό άκουγαν προσεκτικά τις ιστορίες που τους έλεγαν. Άκουγαν και όσους είχαν ταξιδέψει σε μακρινές χώρες. Έτσι μπορούσαν να γνωρίσουν τον κόσμο και τη ζωή έξω από τον τόπο τους.
Οι πέντε σοφοί άκουγαν με ενδιαφέρον όλες τις ιστορίες, αλλά κυρίως εκείνες που αφορούσαν ελέφαντες. Ο πρώτος τυφλός φανταζόταν τον ελέφαντα σαν έναν τεράστιο βράχο. Ο δεύτερος τον φανταζόταν σαν έναν τεράστιο κορμό δέντρου, ο τρίτος πίστευε ότι μοιάζει με μεγάλο φίδι, ο τέταρτος με ιπτάμενο χαλί και ο πέμπτος με χοντρό σωλήνα.
Μια ημέρα ένας ελέφαντας μπήκε με βήμα βαρύ στο χωριό και στάθηκε στην πλατεία. Όλοι έτρεξαν, για να δουν αυτό το τόσο μεγάλο και θορυβώδες πλάσμα, φωνάζοντας: «Ένας ελέφαντας! Ένας ελέφαντας!» Ο μαχαραγιάς, μαζί με τους πέντε τυφλούς σοφούς, έφτασε στην πλατεία του χωριού, όπου βρισκόταν ο ελέφαντας και τους ζήτησε να του τον περιγράψουν. Οι τυφλοί προχώρησαν, για να δουν με τα μάτια της αφής το πλάσμα που είχε μονοπωλήσει τις συζητήσεις και τη σκέψη τους τόσο καιρό, και άρχισαν να το αγγίζουν.
Ο πρώτος ψηλάφισε την πλαϊνή πλευρά αυτού του τεράστιου ζώου.
«Ο ελέφαντας είναι ένας πολύ ψηλός βράχος με σκληρή επιφάνεια!» δήλωσε.
Ο δεύτερος άντρας άγγιξε ένα πόδι του ελέφαντα.
«Είναι όπως τον φανταζόμουν, ένας τεράστιος κορμός δέντρου!» αναφώνησε.
Ο τρίτος έπιασε την ουρά του.
«Ο ελέφαντας είναι ένα τεράστιο φίδι», είπε.
Ο τέταρτος τυφλός άντρας έπιασε το τεράστιο αφτί του ελέφαντα.
«Πιστεύω ότι ο ελέφαντας είναι ένα μαγικό χαλί που μπορεί να πετάξει πάνω από τα βουνά και τα δάση!» δήλωσε ικανοποιημένος.
Ο πέμπτος, που κατά σύμπτωση έπιασε την προβοσκίδα, απέρριψε όλα όσα είπαν οι προηγούμενοι και υποστήριξε ότι όλοι έκαναν λάθος και ότι στην πραγματικότητα ήταν ένας μεγάλος ελαστικός σωλήνας.
Ο μαχαραγιάς, που δεν έβγαζε άκρη, άκουσε εκείνη τη στιγμή έναν πιτσιρίκο να λέει:
«Την αλήθεια θα τη βρεις, αν τη θέση σου αλλάξεις!»
Τότε οι πέντε τυφλοί άλλαξαν θέσεις. Και τότε άρχισαν να μην είναι τόσο σίγουροι και να προβληματίζονται, ώσπου κατάλαβαν...
«Ο καθένας μας είχε ακουμπήσει μόνο ένα μέρος του ζώου και είδε αυτό που ήθελε να δει», είπε ο ένας.
«Ο καθένας αναγνώρισε αυτό που σκεφτόταν από πριν», είπε ο άλλος.
«Για να μάθουμε ποια είναι η αλήθεια, θα πρέπει να συνδέσουμε όλα τα κομμάτια», είπε ο τρίτος, κι έτσι συνέχισαν να συζητάνε στο δρόμο μέχρι το σπίτι του μαχαραγιά.
Έτσι, είναι, φίλοι μου. Ο καθένας βιώνει τη δική του πραγματικότητα. Για να δούμε κάτι πιο σωστά, πρέπει, να το δούμε και με τα μάτια του άλλου. Ό,τι βλέπουμε και κατανοούμε δεν είναι μόνο αυτό που κοιτάνε τα μάτια μας. Η ιδέα που έχουμε από πριν για κάτι περιορίζει την αντίληψή μας, μην το ξεχνάμε αυτό, ακόμη και αν είμαστε «σίγουροι» για τους υποψηφίους που θα ψηφίσουμε...



[1] Οι διαπιστώσεις και τα «μηνύματα» αυτού του κείμενου, όπως και των επόμενων, απευθύνονται κυρίως στους ψηφοφόρους, αλλά και στους υποψήφιους (ευρωβουλευτές, περιφερειακούς, δημοτικούς, τοπικούς συμβούλους), στους οποίους λίγο πολύ είναι γνωστά.
[2] Λαϊκό ινδικό παραμύθι μας υπενθυμίζει ότι η αλήθεια δεν είναι μόνο μία.