Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Αλλά αυτό δυστυχώς δεν πρόκειται να γίνει!

 


Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]


 

Αλλά αυτό δυστυχώς δεν πρόκειται να γίνει!

 

Αυτές τις τελευταίες μέρες τούτου του παράξενου καλοκαιριού της πανδημίας, η στάση της κυρίας Κεραμέως, θυμίζει εν πολλοίς τη στάση της Γαλλίδας βασίλισσας που είπε για τους υπηκόους της «Αν δεν έχουνε ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι».  Η περίφημη φράση που αποδίδεται από κάποιους στη βασίλισσα της Γαλλίας Μαρία Αντουανέτα, αν και λαθεμένα[2], ήταν ενδεικτική της απόλυτης αδιαφορίας, άγνοιας και περιφρόνησης της άρχουσας τάξης της Γαλλίας για τα δεινά που βίωνε ο πεινασμένος και εξαθλιωμένος Γαλλικός λαός.

Σαν άλλη «Μαρία Αντουανέτα» η κυρία Κεραμέως χαμογελαστή φόρεσε μέσα στην ασφάλεια του γραφείου της τη μάσκα της, για την οποία δήλωσε ότι η προμήθεια της είναι ατομική ευθύνη του καθενός, άρα το ΥΠΑΙΘ νίπτει τας χείρας του, και παράλληλα ανακοίνωσε τη λειτουργία των σχολείων με πλήρη σύνθεση, δηλαδή με τμήματα ακόμη και 25 μαθητών!

Βέβαια, όσον αφορά στο θέμα της χορήγησης μασκών εκτέθηκε ανεπανόρθωτα και η ίδια και η γενική γραμματέας του ΥΠΑΙΘ κυρία Γκίκα μετά τις δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών κ. Θεοδωρικάκου ότι θα χορηγηθούν τελικά δωρεάν δύο- τρεις μάσκες σε κάθε μαθητή και εκπαιδευτικό.

Ασφαλής μέσα στο γραφείο της στο Μαρούσι, αποφασίζει για τις ζωές των άλλων και συζητά με τα στελέχη της εκπαίδευσης μέσω τηλεδιασκέψεων, παίρνοντας αποφάσεις για το σύνολο του εκπαιδευτικού κόσμου.

Κομπάζει η κυρία Κεραμέως: «Προβλέπονται διαφορετικά διαλείμματα, ώστε να περιοριστεί ο συγχρωτισμός πολλών διαφορετικών μαθητικών ομάδων». Πόσο μακριά είναι από την πραγματικότητα (πράγμα που είναι λογικό, όπως θα καταλάβετε όσοι διαβάσετε το παρόν κείμενο ως το τέλος). Άνθρωποι με άγνοια της πραγματικότητας, που έχουν δεκάδες συμβούλους «αυλοκόλακες». Μόνο που η άγνοια μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες εξελίξεις.

Εξηγούμαι: Όποιος έχει πάει σε δημόσιο Γυμνάσιο ή Λύκειο (τα τελευταία χρόνια και στο Δημοτικό) γνωρίζει ότι υπάρχουν οι ειδικότητες εκπαιδευτικών πέρα από τις κλασικές. Μάλιστα, είναι γνωστό ότι περίπου το 30% των εκπαιδευτικών υπηρετούν σε 2 και 3 (κάποιοι και σε 4) διαφορετικά σχολεία! Άρα τα διαλείμματα δεν μπορούν να είναι διαφορετικά για κάθε τμήμα και συγχρόνως να συμπίπτουν σ ε όλα τα παραπάνω σχολεία.

Ας βγει, λοιπόν, από το «ανάκτορό» της η κυρία Κεραμέως και ας έρθει να μπει για μία και μοναδική μέρα να κάνει μάθημα. Να μπει σε τμήμα 25 ατόμων και να κάνει ένα συνεχόμενο τετράωρο, φορώντας μάσκα. Να δει τα πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί εν μέσω πανδημίας και μετά ας κάνει τις όποιες ανακοινώσεις.

Αλλά αυτό δυστυχώς δεν πρόκειται να γίνει. Οι «Αντουανέτες» του ΥΠΑΙΘ θα συνεχίζουν να παίρνουν αποφάσεις όχι με γνώμονα την ασφαλή επιστροφή στα σχολεία του παιδικού και εκπαιδευτικού κόσμου, αλλά με βάση τις δικές τους σχολικές εμπειρίες. Και αν αναρωτιέστε ποιες είναι αυτές παραθέτω λίγα μόνο από τα βιογραφικά της στοιχεία.


ΣημείωμαΝίκη Κεραμέως: Κόρη του ομότιμου καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας Κωνσταντίνου Κεραμέως, εκ των εξεχουσών ακαδημαϊκών προσωπικοτήτων, ιδρυτή της δικηγορικής εταιρείας «Κεραμεύς και Συνεργάτες» με διπλή έδρα στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα! Η Νίκη Κεραμέως αποφοίτησε από το Κολέγιο Αθηνών. Στη συνέχεια συνέχισε τις σπουδές της  στο Χάρβαρντ στην Βοστώνη (Η.Π.Α.) και στο Παρίσι (Πανεπιστημίου Paris II (Panthéon-Assas) στη Νομική.



[1] Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί στην εφημερίδα της Καρδίτσας "Πρωινός Τύπος" στο φύλλο του Σαββατοκύριακου. (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr)

[2] Είναι αρκετά δύσκολο η δήλωση να ανήκει πράγματι σε εκείνη, καθώς γράφτηκε για πρώτη φορά το 1765, στο βιβλίο του Ζαν Ζακ Ρουσώ, «Απολογίες». Η Μαρία Αντουανέτα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1755, που σημαίνει ότι όταν έγραψε ο Ρουσώ το βιβλίο, η μελλοντική βασίλισσα ήταν μόλις δέκα ετών και δεν είχε επισκεφτεί ούτε μία φορά τη Γαλλία! Η δήλωση αυτή, εάν πράγματι έγινε, ανήκει στην Μαρία Τερέζα, τη σύζυγο του Βασιλιά Λουδοβίκου 14ου, που έζησε έναν αιώνα πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (1789 μ.Χ.).

 

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Στη μητέρα μου

 


Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]

  

Στη μητέρα μου[2]

 

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο – καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.

Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της. Τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου διηγιόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της ιστορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου, δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:

– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν επίσκεψη στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.

Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού.

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει! Χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνεύμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε άοκνα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη.

Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά. Η νεράιδα που λεν τα παραμύθια… Και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.

Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη παιδική ψυχή μου. Ακόμα και σήμερα ελλοχεύει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί φοβάμαι μήπως ζητάει το «κεφαλομάντηλό» της, για να «φύγει»...

Καλό ταξίδι, μανούλα…



[1] Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί στην εφημερίδα "Πρωινός Τύπος" στο φύλλο του Σαββατοκύριακου. (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr)

[2] Η οποία «έφυγε» από την εγκόσμια ζωή ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο φέτος και αναπαύτηκε το σώμα της στα Αγραφιώτικα χώματα της την περασμένη Δευτέρα. Το κείμενο είναι από το βιβλίο του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο».

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

3ο και 4ο ΔΙΗΓΗΜΑ

 

3ο ΔΙΗΓΗΜΑ

Ανδρέας Καρκαβίτσας: Πάσχα στα πέλαγα

            Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια ζερβόδεξα της γέφυρας· ένα άλλο φανάρι άσπρο, αχτινοβόλο, ψηλά στο πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο.

Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και οι θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στα κρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν ανάεροι, έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων.

Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα. Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους.

Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω, ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’ αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο.

Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν, σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.

Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε Άγια Τράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουρα επάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.


          ― Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!... ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
          ― Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!... Απάντησαν εκείνοι ομόφωνα.
          ― Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι πρόβαλε στην άκρη των ματιών του.
          ― Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε.
 
Έπειτα πέρασε ένας- ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα.
          ― Χριστός Ανέστη!
          ― Αληθινός ο Κύριος!
          ― Και του χρόνου σπίτια μας!


           
Oι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά.

 Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα- ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι.

          ― Γραμμή!
          ― Γραμμή!
  Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Να εντοπιστεί το είδος του αφηγητή στο συγκεκριμένο κείμενο, τεκμηριώνοντας την άποψή σας με ένα χωρίο του κειμένου.

 

2. Εντοπίστε στο κείμενο δύο μεταφορές, μια παρομοίωση, μια επανάληψη, μια οπτική εικόνα, μία ακουστική εικόνα.

 

4ο ΔΙΗΓΗΜΑ

Γρηγόριος Ξενόπουλος:  Το τριζόνι

 

Απόψε δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τη ζέστη. Kι άκουγα το τραγούδι ενός γρύλου το μονότονο, αλλά γλυκό και δροσερό εκείνο κουδουνισματάκι, που τόσο θέλγητρο δίνει στις καλοκαιριάτικες νύχτες. Kι ήταν μια ωραία νύχτα η αποψινή. Aν και η ζέστη της ημέρας είχε κάμει την κάμαρα ανυπόφορη, γιατί οι τοίχοι κι η σκεπή διατηρούσαν ακόμα τη λαύρα του ήλιου, έξω φυσούσε μια δυνατή αύρα που σου δρόσιζε το κεφάλι μόλις το έβγαζες από το παράθυρο. O ουρανός είχε τ’ ωραιότερο σταχτογάλαζο χρώμα του, τ’ αστέρια έλαμπαν γλυκά και το μισοφέγγαρο ανάμεσά τους σκορπούσε στη γη τ’ ασημένιο του φως. 

Αυτό το φεγγαρόφωτο είχε γαργαλίσει και τον απονύχτερο γρύλο που δεν έπαυε το τραγούδι του. T’ άκουγα από το παράθυρο με όση ευχαρίστηση άφηνα να με δροσίζει η αύρα. Kι ενώ στην αρχή απολάμβανα το μεταλλικό ήχο, χωρίς να συλλογιέμαι καθόλου το αθόρυβο όργανο που τον έβγαζε, έπειτα ο νους μου αποζήτησε κι αυτό. Εννοώ το γρύλο που τραγουδούσε. Πού να ήταν; Φυλακισμένος σε κανένα κλουβάκι; ή κρυμμένος σε καμιά γωνιά του μανάβικου, που είχε φτάσει το πρωί με το φόρτωμα των καρπουζιών και των πεπονιών;
    

Αυτό μου φαινόταν το πιθανότερο. O γρύλος θα ’ταν ελεύτερος να φύγει, όπως ήρθε. Γιατί εδώ δεν πολυσυνηθίζουν να πιάνουν τα ωδικά αυτά έντομα, να τα βάζουν σε κλουβάκια και να τα τρέφουν για ν’ ακούν το τραγούδι τους.

Στην πατρίδα μου, όμως, τη Ζάκυνθο, αυτό είναι μια από τις καλοκαιριάτικες χαρές των παιδιών.

Στο δρόμο, όπως πουλούν σύκα και σταφύλια, πουλούν και γρύλους ή τριζόνια, όπως τους λέμε κει. Πουλούν ακόμη και κλουβάκια με τριζόνια.

Όλα τα παιδιά... κλαίνε, ώσπου να τους δώσει η μητέρα χρήματα για ν’ αγοράσουν. Κι έτσι όλα τα σπίτια έχουν από ένα τουλάχιστο κλουβάκι με τριζόνι, κρεμασμένο στο παράθυρο του δρόμου ή της αυλής.

A, τι συναυλία είναι κείνη τις φεγγαροφώτιστες νύχτες του Ιουλίου και του Αυγούστου! Κι αυτή τη συναυλία θυμόμουν, καθώς άκουγα απόψε το μονάκριβο γρύλο που τραγουδούσε κρυμμένος ανάμεσα στα φρούτα του μανάβικου...

Μα και πόσα άλλα πράματα δε θυμόμουν μαζί! Και προπάντων τα τριζόνια και τα κλουβάκια τα δικά μου, τότε που ήμουν μικρό παιδί στην πατρίδα μου... Τι μανία που είχα! Το πρώτο τριζόνι που έμπαινε στη χώρα έπρεπε να το αγοράσω εγώ. Κι από μέρες πριν του ετοίμαζα το κλουβάκι του, είτε επιδιορθώνοντας το περσινό, είτε αγοράζοντας καινούργιο, είτε κατασκευάζοντας ένα από την αρχή. Γιατί είχα αποκτήσει μια ειδικότητα στην κατασκευή αυτών των κλουβιών. Έπαιρνα δυο καπάκια από ξύλινα κουτιά λουμινιών, τέσσερα κομματάκια ξερή κληματόβεργα, καμιά δεκαριά φουρκέτες της μαμάς, και μ’ αυτά σού σκάρωνα μια φυλακή για το τριζόνι, που δεν ήταν μονάχα οχυρή, παρά έμοιαζε λίγο και με κομψοτέχνημα. Πρέπει όμως να ομολογήσω χωρίς ντροπή, ότι πιο κομψά, και προπάντων πιο στερεά, ήταν τα κλουβάκια που αγόραζα έτοιμα. A, πόσο συμπαθούσα το χωριάτη που έφερνε στη χώρα και πουλούσε τριζόνια!

Ήταν, θυμούμαι, ένας νέος με γενάκια τόσο ξανθά όσο και η τρύπια του ψάθα. Μόλις έμπαινε το καλοκαίρι, κάθε φορά που τον έβλεπα φορτωμένο με διάφορα πράγματα, τον ρωτούσα:    

― E, δε βγήκαν τα τριζόνια; Και μου απαντούσε:
― Όχι ακόμα!


     Επιτέλους μια μέρα, παρουσιαζόταν μπροστά μου γελαστός κρατώντας μια κάλτσα. A, τι χαρά! Μέσα σ’ αυτή την κάλτσα είχε τα τριζόνια του. Δεν είχα παρά να διαλέξω... Το μεγαλύτερο; Το πιο όμορφο;... Όχι! Εκείνο που κελαηδούσε καλύτερα. Μα πώς, αφού ήταν μέρα και τα τριζόνια δεν κελαηδούν παρά τη νύχτα;

Ευκολότατο! Έπαιρνα το τριζόνι, το έκλεινα στις δυο μου χούφτες και το χουχούλιζα λίγο από πάνω. Του έκανα έτσι μια τεχνητή νύχτα χλιαρή. Κι εκείνο γελασμένο σήκωνε αμέσως τα φτεράκια του κι άρχιζε να τα τρίβει. Γιατί, καθώς ξέρετε, ο γρύλος δεν τραγουδά με το στόμα, αλλά με τα φτερά που τα μεταχειρίζεται σαν κρόταλα. Έτσι μπορούσα να κρίνω ποιο από τα τριζόνια της κάλτσας είχε τα πιο ηχηρά, τα πιο δυνατά κρόταλα· και τ’ αγόραζα χωρίς πολλά παζάρια.

Ποτέ ζωοτρόφος δεν περιποιήθηκε το ζώο του, όσο περιποιόμουνα εγώ το τριζονάκι μου! Το κρεμούσα στο πιο δροσερό και το πιο προφυλαγμένο μέρος που μπορούσα να βρω. Ποτέ δεν έλειπε από το κλουβάκι του η φρέσκια αντράκλα, το καρπούζι, το αγγούρι, κι ό,τι άλλο έτρωγε ή ενόμιζα πως τρώει ο τραγουδιστής μου. Και ζούσε τόσο καλά, όσο μπορεί να ζει κανείς στη φυλακή.

Μα τα τριζόνια και μάλιστα τα φυλακισμένα, δε ζουν, φαίνεται, πολύ. Κι ύστερα από λίγες μέρες, και προπάντων νύχτες χαράς, είχα τη μεγάλη, την ανέκφραστη παιδική λύπη να βρίσκω μιαν αυγή το τριζόνι μου ψόφιο, ξαπλωμένο ανάσκελα στο κλουβάκι του, ανάμεσα στις αντράκλες, και... μισοφαγωμένο από τα μυρμήγκια που πλημμύριζαν ακόμα, ολόκληρο στράτευμα το κλουβάκι και την περιοχή του…

 ― Aχ! εφώναζα. Μου το ’φαγαν τα μυρμήγκια!... Μου εξηγούσαν τότε, πως πρώτα είχε ψοφήσει και κατόπιν έτρεξαν τα μυρμήγκια να φάνε το πτώμα. Μα αυτό δεν λιγόστευε τη λύπη μου, και προπάντων όταν η εποχή ήταν προχωρημένη κι ο ξανθογένης εκείνος δεν έμπαινε πια στη χώρα με την κάλτσα γεμάτη τριζόνια... Αλίμονο! κάθε πράγμα στον κόσμο έχει το τέλος του· και γι’ αυτό, ό,τι μας προξενεί μια χαρά, είναι προορισμένο να μας ύστερα, το ίδιο, και μια λύπη.

Αυτά θυμόμουν την περασμένη νύχτα, ενώ δρόσιζα το κεφάλι μου στο παράθυρο με την αύρα, κι άκουγα το τραγούδι του γρύλου στο ασημένιο φεγγαρόφωτο...

ΕΡΓΑΣΙΑ

Ένα απλό γεγονός (η αϋπνία κάποιο βράδυ: «Απόψε δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τη ζέστη.») έφερε μια ευχάριστη ονειροπόληση της παιδικής ηλικίας στο συγγραφέα.

α) Εσείς έχετε βιώσει κάποιο αντίστοιχο γεγονός- βίωμα (με ζωάκι, με φιλικές μεταμεσονύχτιες συζητήσεις κ.τ.λ.) που είναι έντονα χαραγμένο στη μνήμη σας;

β) Ποιο είναι το συμπέρασμα που βγάζει ο ενήλικος πια αφηγητής- συγγραφέας στο τέλος της διήγησής του;

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

1ο και 2ο ΔΙΗΓΗΜΑ


ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ, παιδιά. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ πάντα μας "ανεβάζει" ως υπάρξεις. Συνδυάζει τη Φαντασία με το Ωραίο!


1o ΔΙΗΓΗΜΑ

Βασίλης Παπαθεοδώρου: Στα θρανία ξανά

Ο Λευτέρης δεν ήταν κακό παιδί, δηλαδή δεν ήταν πολύ κακό παιδί. Αλλά δεν έκανε και καλά πράγματα. Όταν είχε έρθει στην τάξη του ο Γιάννης, ο καινούριος συμμαθητής, ο Λευτέρης ήταν ο πρώτος που άρχισε να τον κοροϊδεύει. Κι αυτό γιατί ο Γιάννης ήταν μαύρος…

«Μην τον πλησιάζετε, θα ξεβάψει», έλεγε στους άλλους συμμαθητές του κι αυτοί στην αρχή χαμογελούσαν με αυτό που ο Λευτέρης νόμιζε αστείο. Όμως, επειδή τον ήξεραν από τη γειτονιά κι έπαιζαν κάθε μέρα ποδόσφαιρο μαζί, τελικά πήγαν με το μέρος του και γέλαγαν τελικά με τα πειράγματα του.

Και ο Γιάννης έμεινε μόνος. Μόνος στα διαλείμματα, μόνος στην τάξη στο θρανίο, μόνος και στην επιστροφή για το σπίτι. Ο Γιάννης ήταν ο ξένος, ήταν ο μαύρος, δεν ήταν σαν και τους άλλους.

«Εσύ δεν είσαι σαν κι εμάς, είσαι μαύρος», του είχε πετάξει μια μέρα στα καλά καθούμενα ο Λευτέρης και ο συμμαθητής του δεν είπε τίποτα. Μόνο πήγε παρακεί στο προαύλιο, για να μη δουν οι υπόλοιποι ότι είχε δακρύσει.

Η δασκάλα έκανε παρατηρήσεις στο Λευτέρη, τον έπαιρνε στο γραφείο και του έλεγε ότι δεν είναι σωστό να κοροϊδεύει τον καινούριο του συμμαθητή.

«Μα είναι μαύρος κυρία, δεν το βλέπετε;»

Η δασκάλα είχε φωνάξει και τους γονείς του Λευτέρη, όμως αυτοί υπερασπίστηκαν το γιο τους.

«Έχουμε γεμίσει τα σχολεία μας όλο ξένους, τι θα γίνει με αυτό;», έλεγαν φωναχτά και η κυρία Ειρήνη, η δασκάλα, για να τους ηρεμήσει τους έλεγε ότι ο Γιάννης δεν είναι ξένος, απλά η μητέρα του έχει άλλο χρώμα από τις Ελληνίδες.

«Ε, τότε να πάει σε σχολείο, όπου έχουν άλλο χρώμα οι μαθητές και να μην αγριεύει τα παιδιά μας», απαντούσαν αυτοί κι έφευγαν εκνευρισμένοι.

Ο Γιάννης προσπάθησε να κάνει κάποιους φίλους, δηλαδή άρχισε να μιλά με το Σωτήρη, που κι αυτόν δεν τον έκανε κανείς παρέα γιατί ήταν χοντρός. Επιπλέον καμία ομάδα δεν ήθελε να έχει το Σωτήρη, γιατί θα ερχόταν τελευταία. Οι δυο τους όλη τη χρονιά μίλαγαν μαζί στο προαύλιο, αλλά δεν έκαναν παρέα έξω από το σχολείο.

Όσο πέρναγε η σχολική χρονιά, ο Λευτέρης άρχισε να γίνεται όλο και πιο προσβλητικός στο Γιάννη, έβριζε τη χώρα της μητέρας του, έλεγε πως οι συμπατριώτες του είναι υπηρέτες, ότι δεν μιλά καλά ελληνικά.

«Μα είμαι Έλληνας κι εγώ», τόλμησε να διαμαρτυρηθεί κάποια φορά με δάκρυα στα μάτια ο Γιάννης.

«Δεν έχω δει μαύρους Έλληνες», του είχε απαντήσει ο Λευτέρης, «εκτός από τους βρώμικους»!

Έτσι ήταν μεγάλη ανακούφιση για το Γιάννη όταν τέλειωσαν τα σχολεία, όταν ήρθε το καλοκαίρι και δε θα ξανάβλεπε το συμμαθητή του. Το Λευτέρη δεν τον πείραζε τίποτα, αυτός ήταν χαρούμενος, γιατί οι γονείς του θα περνούσαν δυο μήνες για δουλειές στο εξωτερικό και θα τον έστελναν κατασκήνωση, δηλαδή σε ένα μέρος που δε θα ήταν ακριβώς με σκηνές, αλλά κανονικά σπιτάκια, που τα παιδιά θα έπαιζαν κάθε μέρα και θα έκαναν δραστηριότητες.

«Γιούπιιιιι!!!!!», είχε φωνάξει ο Λευτέρης μόλις το πρωτάκουσε. Θα ήταν ο μόνος στο σχολείο που θα είχε κάνει αυτές τις φανταστικές διακοπές το καλοκαίρι. Όλοι οι άλλοι θα πήγαιναν ξανά στα χωριά τους, όπως και κάθε χρόνο και δε θα είχαν τίποτα να διηγηθούν, όταν γύρναγαν στο σχολείο το Σεπτέμβρη. Ενώ αυτός!!!

Η αναμονή μεγάλωνε την περιέργειά του. Ήθελε να είναι κιόλας εκεί, να γνωρίσει τα παιδιά από τις άλλες χώρες, να μιλήσει μαζί τους αγγλικά που του άρεσαν. Το χωριό ήταν κάπου στην Κεντρική Ευρώπη, δεν είχε ξαναπάει σε αυτά τα μέρη και ήθελε πάρα πολύ να τα γνωρίσει. Θα έβγαζε και ένα σωρό φωτογραφίες, που θα τις έδειχνε μετά στους άλλους, να ζηλέψουν.

Έτσι, την πρώτη μέρα στο καινούριο του σχολείο, αυτό που θα πέρναγε όλο του το καλοκαίρι, ήταν τρισευτυχισμένος. Πήγε να μιλήσει στα άλλα παιδιά, από τις βόρειες χώρες, αλλά αυτά είχαν κάνει τις παρέες τους. Στην αρχή δεν του έδωσαν σημασία, όσο περνούσε όμως η μέρα και οι υπόλοιπες μέρες και οι εβδομάδες, τόσο αυτά απέφευγαν το Λευτέρη. Αυτός δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.

«Μα καλά, γιατί δε μου μιλάτε; Τι σας έχω κάνει;», είπε μια μέρα σε ένα αγόρι, όταν η δασκάλα τον έβαλε υποχρεωτικά σε μια ομάδα.

«Δεν είσαι σαν κι εμάς…»

«Μα τι εννοείς; Αφού είμαι σαν κι εσάς, είμαι κι εγώ άσπρος, δε με βλέπετε;»

«Ναι, αλλά εμείς είμαστε ακόμα πιο άσπροι…»

Από τότε ο Λευτέρης άρχισε να βλέπει κακά όνειρα στον ύπνο του, εφιάλτες. Ήταν λέει σε μία πόλη, όπου οι κάτοικοί της ήταν οι σούπερ-άσπροι κι αυτός ήταν ο υπηρέτης τους. Όταν τον έβλεπαν στο δρόμο, τον έπαιρναν με τις πέτρες. Ακόμα και οι γονείς του δεν είχαν καλύτερη τύχη. Η μαμά του δούλευε σε μια σούπερ-άσπρη κυρία, έπλενε, σφουγγάριζε, σιδέρωνε και η κυρία τής φερόταν με το χειρότερο τρόπο, της πετούσε στο πάτωμα ένα κομμάτι ψωμί, για να ταΐσει όλη της την οικογένεια. Και ο μπαμπάς του δούλευε σε έναν σούπερ-άσπρο εργοδότη, που το έβριζε όλη τη μέρα και τον έβαζε να κουβαλά και να φορτώνει και να γυαλίζει τις μηχανές, ενώ οι υπόλοιποι σούπερ-άσπροι υπάλληλοι τον έβλεπαν και γέλαγαν.

Και ο Λευτέρης ξύπναγε γεμάτος ιδρώτα και δεν ήθελε να ξανακοιμηθεί, γιατί φοβόταν πως θα ξανάβλεπε αυτά τα όνειρα. Και όταν ξημέρωνε το πρωί, δεν ήθελε να πάει σε αυτό το σχολείο πάλι, γιατί ήξερε ότι κανείς δεν θα τον έκανε παρέα κι όλοι θα τον κορόιδευαν.

Έβλεπε από την άλλη ότι και οι γονείς του δεν είχαν καμία παρέα, έκαναν τις δουλειές τους και γύρναγαν στο σπίτι και κάθονταν και οι τρεις να φάνε και να δούνε τηλεόραση, χωρίς να έχουν έναν άνθρωπο να μιλήσουν. Αχ, τι ωραία θα ήταν να βρίσκεται στο χωριό του, με τον παππού και τη γιαγιά και τους άλλους φίλους του που θα τον περίμεναν για καλοκαίρι για να παίξουν και να πάνε για μπάνιο. Ή πάλι τι ωραία θα ήταν να έμενε έστω στην πόλη, στην πολυκατοικία του και να πηγαίνει κάθε απόγευμα στην πλατεία, να παίζει με τα άλλα παιδιά και να γυρνά το βράδυ, όταν έχει για τα καλά νυχτώσει;

Ο Λευτέρης δεν έβγαλε τελικά πολλές φωτογραφίες από το καλοκαίρι του, είχε κάποιες με τους γονείς του σε κάποια εκδρομή στα γύρω χωριά και μερικές από το σχολείο του την πρώτη μέρα. Αλλά κι αυτές δεν ήθελε να τις βλέπει, ούτε θα τις έδειχνε στους συμμαθητές του. Θα τους έλεγε ότι είχε χάσει τη φωτογραφική του μηχανή, φοβόταν μήπως τον κοροϊδέψουν που τα πέρασε άσχημα.

Όταν, λοιπόν, πήγε την πρώτη μέρα στο σχολείο, για να κάνει αγιασμό και μετά μπήκε στην τάξη, η έκπληξή του ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Σχεδόν όλα τα παιδιά μίλαγαν κι έκαναν παρέα με το Γιάννη και το Σωτήρη, τους είχαν δεχτεί σαν φίλους, έπαιζαν μαζί τους το καλοκαίρι, όταν αυτός βρισκόταν στην Ευρώπη, στο καλοκαιρινό του σχολείο. Και μπορεί στους συμμαθητές του να έλεγε το πόσο καλά αγγλικά είχε μάθει τους μήνες που πέρασαν, αλλά αυτό δεν ενδιέφερε κανένα παιδί, γιατί είχαν κάνει όλα τους μπάνια, πολλά μπάνια, και καινούριους φίλους και είχαν παίξει, τρέξει και χαρεί.

Και όταν είδε ότι τα περισσότερα παιδιά τού γύρναγαν την πλάτη και δεν είχαν όρεξη να μιλήσουν μαζί του, τότε κι αυτός δεν άντεξε και ρώτησε

«Σας έχω κάνει κάτι; Γιατί δε μου μιλάτε;»

Τότε ένας συμμαθητής του γύρισε και του είπε:

«Σε αποφεύγουμε, γιατί δεν είσαι σαν κι εμάς … είσαι κακό παιδί…»

Ο Λευτέρης άρχισε να καταλαβαίνει το λάθος του. Ήθελε να το διορθώσει, αλλά μάλλον ήταν αργά. Ό,τι είχε κάνει την προηγούμενη χρονιά, το πλήρωνε τώρα. Το είχε μετανιώσει σίγουρα, αλλά σε ποιον να το έλεγε; Ποιος θα τον άκουγε;

Έβλεπε το Γιάννη και το Σωτήρη να τρέχουν και να γελάνε με τους άλλους, έβλεπε καινούρια παιδιά στο σχολείο, από ξένες χώρες, να μιλάνε και να κάνουν παρέα με παλιούς συμμαθητές και ζήλευε. Αλλά δεν ήταν που ζήλευε τα άλλα παιδιά, όσο που κατηγορούσε τον εαυτό του.

Απομακρύνθηκε από τη μέση του προαυλίου και πήγε να σταθεί σε μια γωνιά, για να μην τον βλέπουν. Και τότε, μετά από λίγη ώρα, έγινε αυτό που δε θα φανταζόταν ούτε στα όνειρά του. Ο Γιάννης τον πλησίασε και τον ρώτησε πώς τα πέρασε το καλοκαίρι.

«Όχι και τόσο καλά», απάντησε με ειλικρίνεια ο Λευτέρης. «Πιστεύω, όμως, εσύ να τα πέρασες καλά».

Ο Γιάννης του χαμογέλασε.

«Λευτέρη, δεν έχω βρει ακόμα διπλανό. Θέλεις να κάτσουμε μαζί;»

Ο Λευτέρης τον κοίταξε συγκινημένος αλλά και γεμάτος ευγνωμοσύνη.

«Θέλω», του είπε με σιγουριά.

Οι δυο συμμαθητές άρχισαν να προχωρούν προς τις τάξεις κουβεντιάζοντας.

Ο Λευτέρης αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πει ένα μεγάλο «συγγνώμη» στον Γιάννη. Κι ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Δε βιάστηκε όμως. Ήξερε τελικά ότι όλη την επόμενη χρονιά θα είχε κάθε μέρα την ευκαιρία του, για να τα πει. Κι όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στη γειτονιά. Γιατί ο Γιάννης ήταν πλέον φίλος του. Και τους φίλους τους συναντάς κάθε μέρα και δε ντρέπεσαι να τους μιλήσεις. Για τους φίλους ποτέ δεν είναι αργά!

 

Εργασίες:

: Να περιγράψεις τον Γιάννη (εξωτερική εμφάνιση και εσωτερικός κόσμος, δηλαδή χαρακτήρας και συμπεριφορά) με βάση στοιχεία του διηγήματος και τη δική σου φαντασία. (Κείμενο 80 περίπου λέξεων)

2η: Δώσε μια επιπλέον εξέλιξη στο διήγημα. Για παράδειγμα ότι μια μέρα ένας εκπαιδευτικός μιλάει ρατσιστικά στο Γιάννη ή το Σωτήρη, οπότε αναλαμβάνει να τον υπερασπιστεί ο Λευτέρης. Γράψε (σε κείμενο πάνω από 50 λέξεις) τι θα έλεγε στο ρατσιστή εκπαιδευτικό.

…………………

2o ΔΙΗΓΗΜΑ

Βασίλης Παπαθεοδώρου: Γυμναστικές επιδείξεις

Ο Παντελής ζήλευε πολύ, από μικρός. Δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος, αφού οι γονείς του και ο παππούς με τη γιαγιά του είχαν αδυναμία. Αυτό όμως δεν τον καθησύχαζε καθόλου. Στην αρχή ζήλευε το σκύλο που είχαν στο σπίτι, αναρωτιόταν γιατί έπρεπε να τον βγάζουν δυο και τρεις φορές τη μέρα για βόλτα, ενώ τον ίδιο τον έβγαζαν μόνο μία.

«Για να κάνει πιπί», του απαντούσε γελαστά η μητέρα του, «θέλεις να βγάζουμε και σένα στη γειτονιά για πιπί;».

Εκεί γέλαγε και ο Παντελής με την καρδιά του και σταμάταγε τη γκρίνια.

Έπειτα ήρθε η μικρή του αδελφή. Ο Παντελής της τράβαγε τα πόδια και τη χτύπαγε, όταν δεν τον έβλεπαν οι δικοί του. Αυτή έβαζε τα κλάματα και οι γονείς του νευρίαζαν, που το μικρό τους μωρό ήταν πάντα πολύ κλαψιάρικο. Ο Παντελής, κρυμμένος πίσω από την πόρτα χαιρόταν να βλέπει τους δικούς του να τα βάζουν με το μωρό.

Μετά ήρθε το νηπιαγωγείο και το σχολείο. Μαζί με τα άλλα παιδάκια, ο Παντελής ένιωθε άσχημα για το όνομά του. Παντελής; Τι πάει να πει Παντελής; Γιατί το άλλο παιδάκι λεγόταν Αλέξανδρος και ο άλλος Αχιλλέας; Ή έστω Κωνσταντίνος, Παύλος ή Πέτρος; Χάθηκε να δίνανε ένα τέτοιο όνομα και σ’ αυτόν;

«Γιατί έτσι λένε τον παππού», τον ηρεμούσε ο πατέρας του και ο μικρός Παντελής για κάποιες μέρες δεν ήθελε να μιλήσει στον παππού.

Πάντως εκεί που ένιωθε κάπως καλύτερα ήταν μέσα στην τάξη. Ήταν από τους πρώτους μαθητές, από τους καλύτερους στη γυμναστική, στη μουσική και στη ζωγραφική. Και φαίνεται πως τα άλλα παιδιά τον παραδέχονταν. Κι αυτό άρεσε στον Παντελή. Και μάλιστα χαιρόταν που την επόμενη χρονιά θα έφευγαν δυο άλλα παιδιά σε άλλα σχολεία και θα έμενε ο πρώτος και καλύτερος.

Όμως καμιά φορά τα πράματα δεν έρχονται όπως τα θέλει κανείς. Την επόμενη χρονιά έφυγαν τα δύο άλλα παιδάκια, αλλά ήρθε ο Δημήτρης. Ο Δημήτρης ήταν ο καλύτερος μαθητής και έτρεχε γρηγορότερα από όλους. Η τάξη τον συμπάθησε αμέσως, γιατί στους αγώνες που είχαν με το άλλο τμήμα ερχόταν πάντα πρώτος και έδινε τη νίκη στο δικό του τμήμα.

Ο Παντελής δεν είχε πια όρεξη να κάνει τα μαθήματά του. Θα είχε κάποιο νόημα να έρχεται πάντα δεύτερος; Να είναι κάποιος άλλος πάντα ο καλύτερος αντί γι’ αυτόν;

«Τα μαθήματα τα κάνεις για σένα, Παντελάκο, όχι για τους άλλους. Για να γίνεις εσύ καλύτερος…», του έλεγε η μητέρα του, για να τον φιλοτιμήσει κι ο Παντελής έβρισκε κάπως την όρεξή του, μέχρι να την ξαναχάσει την επόμενη φορά. Κι αυτό γινόταν όλο το φθινόπωρο κι όλον το χειμώνα.

Τα Σαββατοκύριακα έπαιρνε θάρρος και έλεγε πως από τη Δευτέρα θα τον τσακίσει το Δημήτρη, αλλά τις υπόλοιπες μέρες έβαζε τα κλάματα. Κυρίως, όταν έβλεπε πως στα διαλείμματα όλα τα αγόρια πήγαιναν με το Δημήτρη και τον είχαν σαν αρχηγό τους, αυτός κλεινόταν πολλές φορές στην τουαλέτα και περίμενε να στεγνώσουν τα μάτια του από τα δάκρυα, για να μην τον δούνε κλαμένο οι συμμαθητές του.

Μέχρι που είδε κι απόειδε ότι θα έμενε μόνος του και ξανάρχισε να κάνει παρέα με τα άλλα παιδιά. Όμως στο μυαλό του είχε να λέει πάντα άσχημα λόγια για τον Δημήτρη όταν μπορούσε.

«Όλο τον έξυπνο μας κάνει». «Θέλει να κάνει τον αρχηγό…»

Αυτά και άλλα έλεγε ο Παντελής. Μερικοί μάλιστα συμφωνούσαν μαζί του κι αυτό έκανε τον Παντελή να νιώθει καλύτερα.

Τα βράδια στην προσευχή του ο Παντελής ζήταγε από το Θεό «να είναι ο καλύτερος μαθητής» και «ο πιο γρήγορος» και να «τον έχουν όλοι για αρχηγό». Από μέσα του, όμως, ευχόταν να πάθει κάτι ο Δημήτρης, αλλά αυτό ντρεπόταν να το πει στο Θεό. Απλά το ήθελε πολύ!

Όσο περνούσε ο καιρός και μεγάλωνε η μέρα, τόσο άρχιζαν να ξεμυτίζουν τα παιδιά από τα σπίτια τους. Μαζεύονταν κάποιες παρέες στους δρόμους, αλλά κυρίως στο προαύλιο της εκκλησίας και τρέχανε ή παίζανε. Την πρώτη φορά που είδε ο Παντελής τον Δημήτρη μπροστά του, ταράχτηκε. Δεν περίμενε να μένουν τόσο κοντά, νόμιζε ότι έμενε σε παραπέρα γειτονιά. Εκείνη την ώρα παίζανε τα αγόρια ποδόσφαιρο και ο νέος τους συμμαθητής τους πλησίασε.

«Αν υπάρχει θέση και για μένα, μπορώ να παίξω;», ρώτησε ο Δημήτρης δειλά-δειλά τη συντροφιά.«Κρίμα, δεν υπάρχει θέση, έχουμε κάνει τις ομάδες μας και παίζουμε κάθε απόγευμα οι ίδιοι», απάντησε αμέσως ο Παντελής, χωρίς να αφήσει να πεταχτεί κάποιος άλλος και να προσκαλέσει το Δημήτρη.

Το αγόρι δεν επέμεινε, κάθισε σε ένα παγκάκι και έβλεπε τους άλλους μόνος του. Ο Παντελής χάρηκε τόσο πολύ εκείνο το απόγευμα, που είδε το συμμαθητή του να είναι μόνος του. Χάρηκε επίσης που και τα άλλα παιδιά δεν του μίλησαν καθόλου.

Έτσι κύλαγαν οι μέρες και τα πιο πολλά αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο τα απογεύματα, ενώ ο Δημήτρης άρχισε να κάνει βόλτες μονάχος του με το ποδήλατό του.

«Δε θα έρθω σήμερα το απόγευμα για μπάλα», είπε κάποιο μεσημέρι ο Χάρης, ένας άλλος συμμαθητής στα παιδιά της ομάδας. «Θέλω να κάνω κι εγώ ποδήλατο, θα πάω βόλτα με το Δημήτρη πέρα από τον κεντρικό δρόμο».

«Αν δεν έρθεις σήμερα, τότε θα πάρει άλλος τη θέση σου και δε θα ξαναπαίξεις μαζί μας», του απάντησε ο Παντελής, με φόβο μήπως ο Δημήτρης αρχίσει να μαζεύει ξανά τα αγόρια γύρω του.

«Μα είναι μόνο για σήμερα», παραπονέθηκε ο Χάρης. «Θα έρθω ξανά αύριο».

«Αυτό σημαίνει ότι μας πουλάς», του είπε κοφτά ο Παντελής και ο Χάρης πήγε τελικά το απόγευμα για ποδόσφαιρο.

Και η αλήθεια είναι ότι ο Παντελής είχε καταφέρει να αποκλείσει το Δημήτρη από τη γειτονιά, να μην του αφήσει περιθώριο να κάνει καινούριους φίλους. Και τον ευχαριστούσε αφάνταστα αυτό.

Τα καλά πράματα, όμως, μπορούν να κρατήσουν και λίγο. Έτσι σε κάποιες εβδομάδες, η δασκάλα τους και ο γυμναστής του σχολείου, τους ανακοίνωσαν ότι στο τέλος της χρονιάς θα γίνουν γυμναστικές επιδείξεις. Τα παιδιά χωρίστηκαν σε ομάδες, άλλα θα έκαναν ελληνικούς χορούς, άλλα τραγούδι, κάποια θα έφτιαχναν ένα μικρό θεατρικό, τα περισσότερα όμως θα έπαιρναν μέρος σε αθλήματα.

«…και στο τρέξιμο θα πάρουν μέρος ο Δημήτρης και ο Παντελής…», ανακοίνωσε ο γυμναστής ξεσηκώνοντας ενθουσιασμό στα άλλα παιδιά.

«Ναιαιαια…. ζήτωωωωω…. θα νικήσουμεεεεε….», φώναζαν όλοι οι συμμαθητές, εννοώντας βέβαια το Δημήτρη. Τον Παντελή τον είχαν ξεχάσει όλοι.

«Θεέ μου, κάνε να του συμβεί κάτι», είπε ο Παντελής από μέσα του, με μάτια που τα φώτιζε η ζήλεια.

Δυστυχώς αυτό το «κάτι» δεν άργησε να έρθει.

Ο Παντελής έβλεπε το συμμαθητή του στις προπονήσεις και στις δοκιμές να έρχεται πρώτος, να νικά άνετα όλους τους υπόλοιπους. Και τον έβλεπε το απόγευμα να κάνει βόλτες με το ποδήλατό του, μόνος του, όπως πάντα. Ζήλευε το πρωί, αλλά χαιρόταν το απόγευμα.

Ένα βραδάκι, σαν όλες τις άλλες μέρες, τα παιδιά έπαιζαν πάλι ποδόσφαιρο στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Ο Δημήτρης έκανε πάλι βόλτες με το ποδήλατό του. Σε κάποια στιγμή κι ενώ το πάθος για τον αγώνα είχε πορώσει τα μικρά αγόρια, η μπάλα ξέφυγε από το προαύλιο και άρχισε να κυλά στο δρόμο. Ο Παντελής έτρεξε να την πιάσει, φωνάζοντας στους συμπαίκτες του, χωρίς να βλέπει πού πηγαίνει. Είχε σκοτεινιάσει κάπως, οι λάμπες του δρόμου δεν είχαν ακόμα ανάψει. Χωρίς να προσέχει, βγήκε στο δρόμο κι έκανε να πιάσει την μπάλα. Τότε άκουσε ένα φρενάρισμα, ενώ ένιωσε ένα χέρι να τον σπρώχνει και να τον πετά στο πεζοδρόμιο. Ο Παντελής έπεσε στο τσιμέντο και πόνεσε, αλλά είχε τόσο εξοργιστεί με αυτόν που τον έσπρωξε που σηκώθηκε αμέσως, έτοιμος για καβγά. Και τότε είδε όλη τη σκηνή.

Στη μέση του δρόμου βρισκόταν πεσμένος και χτυπημένος ο Δημήτρης, το αμάξι είχε φρενάρει και τον είχε ρίξει κάτω, ενώ το ποδήλατό του είχε σμπαραλιαστεί. Ο κόσμος έτρεχε να βοηθήσει το μικρό αγόρι, ο οδηγός τα είχε χαμένα, ο Παντελής είχε μείνει ακίνητος και φοβισμένος να κοιτάει τη σκηνή. Ο Δημήτρης τον είχε σώσει την τελευταία στιγμή, μπαίνοντας μπροστά αυτός και το ποδήλατό του και σπρώχνοντάς τον. Ο Δημήτρης που βρισκόταν τώρα κάτω στο δρόμο με το ένα πόδι σπασμένο.

Ο Παντελής σκέφτηκε τις ευχές που έκανε και του ήρθε να βάλει τα κλάματα. Ο συμμαθητής του δε θα έτρεχε πια στις γυμναστικές επιδείξεις, θα πήγαινε στο νοσοκομείο και θα του φόραγαν γύψο. Ο Παντελής θα ήταν ο πρώτος των πρώτων πλέον, όλοι θα φώναζαν γι’ αυτόν και θα τον ζητωκραύγαζαν.

Είχε όμως πια καμία σημασία αυτό;

Τις επόμενες ημέρες ο Παντελής επισκέφθηκε αρκετές φορές το άλλο αγόρι στο νοσοκομείο. Και όλες τις φορές αισθανόταν άσχημα που είχε κάνει αυτές τις σκέψεις. Και ακόμα πιο άσχημα αισθάνθηκε όταν ο Δημήτρης του είπε:

«Θα τρέξεις και για τους δυο μας. Θα νικήσεις, το ξέρω, γιατί είσαι ο καλύτερος».

Ο Παντελής έτρεξε στις γυμναστικές επιδείξεις. Και νίκησε με μεγάλη διαφορά. Όλη η τάξη τον ζητωκραύγασε. Και όταν του φόραγαν το μετάλλιο στο λαιμό, ο Παντελής πήρε το μικρόφωνο. Ο κόσμος όλος σιώπησε για να ακούσει το μικρό αγόρι. Και τότε αυτός, με δάκρυα στα μάτια και δείχνοντας προς τις εξέδρες ένα αγόρι, με γύψο στο ένα πόδι, είπε:

«Αυτό το μετάλλιο ανήκει στο συμμαθητή μου… στο Δημήτρη… τον φίλο μου…»

Όλος ο κόσμος χειροκρότησε και ζητωκραύγασε, και τα δύο παιδιά, για πρώτη φορά. Ο Παντελής ανέβηκε στην εξέδρα, έβγαλε το μετάλλιο από το λαιμό του και το φόρεσε στον φίλο του…

 

Εργασία:

: Γράψε 2-3 πράγματα που σου έκαναν εντύπωση και σε προβλημάτισαν στο παραπάνω διήγημα.