Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Ένα σχολείο γεμάτο αδικίες

Με βάση την στατιστική ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων […], βλέπουμε πως ο βαθμός επιτυχίας και οι πιθανότητες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συνδέονται άμεσα με τον βαθμό κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης του νομού από τον οποίο προέρχονται οι μαθητές και μαθήτριες. Σε περιοχές με χαμηλούς δείκτες ανάπτυξης, υψηλή ανεργία και χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα οι εξεταζόμενοι έχουν μικρότερες από το μέσο όρο πιθανότητες επιτυχίας. Τα αποτελέσματα μιας ακόμη έρευνας έρχονται να συμπληρώσουν τις ήδη υπάρχουσες έρευνες που δείχνουν τις κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Το ότι δηλαδή η πλειοψηφία των φοιτητών προέρχονται από εύπορες οικογένειες, ενώ ο αριθμός αυτών που προέρχονται από τα πολυπληθέστερα λαϊκά στρώματα (εργάτες, τεχνίτες, αγρότες) είναι αναλογικά εξαιρετικά χαμηλός. Και αυτή η δυσαναλογία αντί να μειώνεται εντείνεται με τη σημαντική αύξηση των εισαγομένων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που παρατηρούμε στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Δηλαδή όσο αυξάνεται ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια, τόσο μειώνεται αναλογικά το ποσοστό αυτών που προέρχονται από τα οικονομικά αδύνατα στρώματα. Και την στρεβλή αυτή λογική συμπληρώνουνε και αυξάνουν οι ιδιωτικές δαπάνες για την παιδεία (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κλπ.) που αντιστοιχούν σ’ ένα περίπου δισεκατομμύρια ευρώ.» […]
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι τα παιδιά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους διαμορφώνουν έξεις, συνήθειες, προδιαθέσεις απέναντι στο σχολείο, την αξία της γνώσης, τη στάση απέναντι σε αυτήν, τη διάθεση να μείνουν «ήσυχα» στο σχολείο, να εργαστούν για αυτό. Μια οικογένεια που διαθέτει οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο επενδύει στην καλή σχολική πορεία των γόνων της και εμπεδώνει στο παιδί από τα πρώτα του χρόνια ένα σύστημα προδιαθέσεων, ώστε κατά κάποιο τρόπο να είναι «σχολειοποιημένο», πριν ακόμη περάσει την πόρτα του σχολείου.
Το παιδί αυτό έχει θετική στάση απέναντι στο σχολείο και τις νόρμες του, κατανοεί τη σχολική γλώσσα που είναι ίδια με τον δικό του γλωσσικό κώδικα, θεωρεί αυτονόητες και απόλυτα συμβατές με τις δικές του συνήθειες όλες εκείνες τις «πολιτισμικές πρακτικές του σχολικού θεσμού» (πειθαρχία, τιμωρία, γιορτές, βαθμοί, έλεγχος), οι οποίες είναι σχεδόν ξένες για πολλά παιδιά από τα λαϊκά στρώματα. Αυτή η θετική κοινωνικά διαμορφωμένη προδιάθεση είναι η «δωρεά», το «χάρισμα», ένα χαρακτηριστικό που αφού εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια της σχολικής ζωής προβάλλεται σαν κάτι έμφυτο.
Ο μαθητής που προέρχεται από τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα έχει συγκεκριμένους όρους ζωής και μόρφωσης, που παράγουν πλεονεκτήματα στη σχολική πορεία του σε σύγκριση με τους άλλους μαθητές. Συνήθως διαμένει σε αστικό κέντρο, σε καλό προάστιο, σε μεγάλο σπίτι, έχει παρακολουθήσει νηπιαγωγείο, ξένη γλώσσα, πιθανώς μουσικό όργανο, έρχεται σε επαφή με την οικογενειακή βιβλιοθήκη, κάνει «πλούσιες» διακοπές, έχει εξωσχολικές δραστηριότητες, βοήθεια στο διάβασμα, ιδιωτικό δάσκαλο, πληροφόρηση για τα εκπαιδευτικά πράγματα και τις δυνατότητες εργασιακής αξιοποίησης των σπουδών.
Η καλλιέργειά του είναι σχετική με τη σχολική παιδεία και εφοδιάζεται με μια γενική προδιάθεση στη μάθηση. Οι μη «σχολικές» γνώσεις - με άμεση όμως σχολική χρησιμότητα - που αυτός ο μαθητευόμενος αντλεί από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον (π.χ. στον πολιτιστικό τομέα, η καλαισθησία, το πνεύμα, η επαφή με το θέατρο, μουσική, ζωγραφική, το μουσείο), σε συνδυασμό με το εκτεταμένο πλέγμα των κοινωνικών διασυνδέσεων που του εξασφαλίζει η καταγωγή του, του δίνει τη δυνατότητα να έρχεται στο σχολείο για να μάθει, για να νομιμοποιήσει σχολικά ό,τι ήδη έχει εμπεδώσει από τη γέννησή του.
Από την άλλη πλευρά του λόφου βρίσκονται οι «απόκληροι», τα παιδιά από τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, που βιώνουν καθημερινά τη στέρηση των μορφωτικών αγαθών που συνοδεύει την οικονομική στέρηση. Ζώντας σε ένα στενό σπίτι με- συνήθως- πολλά μέλη και όπου λείπει ο χώρος ξεκούρασης, οι μαθητές των λαϊκών στρωμάτων βρίσκουν πάντα λιγότερες ευκαιρίες πρακτικής εξάσκησης, ανάπτυξης της κινητικής του ικανότητας και της συλληπτικής του διάκρισης. Ανοίγουν τα μάτια τους σε έναν κόσμο γεμάτο από ακατάστατα αντικείμενα, δεν έχουν σταθερή ώρα για το φαγητό ή τον ύπνο ούτε μεθοδικό τρόπο. Μαθαίνουν να υπολογίζουν στις μικροπρόθεσμες χρονικές προοπτικές, όπου κυριαρχεί το παρόν. Λίγες προβλέψεις, επομένως λιγότερα και τα μακρόπνοα σχέδια τους…


Κάτσικας,  Χρ., Ένα σχολείο γεμάτο αδικίες,   εφ. «ΤΑ ΝΕΑ», 14/08/2012

Share this