Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

3ο και 4ο ΔΙΗΓΗΜΑ

 

3ο ΔΙΗΓΗΜΑ

Ανδρέας Καρκαβίτσας: Πάσχα στα πέλαγα

            Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια ζερβόδεξα της γέφυρας· ένα άλλο φανάρι άσπρο, αχτινοβόλο, ψηλά στο πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο.

Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και οι θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στα κρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν ανάεροι, έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων.

Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα. Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους.

Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω, ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’ αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο.

Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν, σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.

Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε Άγια Τράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουρα επάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.


          ― Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!... ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
          ― Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!... Απάντησαν εκείνοι ομόφωνα.
          ― Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι πρόβαλε στην άκρη των ματιών του.
          ― Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε.
 
Έπειτα πέρασε ένας- ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα.
          ― Χριστός Ανέστη!
          ― Αληθινός ο Κύριος!
          ― Και του χρόνου σπίτια μας!


           
Oι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά.

 Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα- ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι.

          ― Γραμμή!
          ― Γραμμή!
  Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Να εντοπιστεί το είδος του αφηγητή στο συγκεκριμένο κείμενο, τεκμηριώνοντας την άποψή σας με ένα χωρίο του κειμένου.

 

2. Εντοπίστε στο κείμενο δύο μεταφορές, μια παρομοίωση, μια επανάληψη, μια οπτική εικόνα, μία ακουστική εικόνα.

 

4ο ΔΙΗΓΗΜΑ

Γρηγόριος Ξενόπουλος:  Το τριζόνι

 

Απόψε δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τη ζέστη. Kι άκουγα το τραγούδι ενός γρύλου το μονότονο, αλλά γλυκό και δροσερό εκείνο κουδουνισματάκι, που τόσο θέλγητρο δίνει στις καλοκαιριάτικες νύχτες. Kι ήταν μια ωραία νύχτα η αποψινή. Aν και η ζέστη της ημέρας είχε κάμει την κάμαρα ανυπόφορη, γιατί οι τοίχοι κι η σκεπή διατηρούσαν ακόμα τη λαύρα του ήλιου, έξω φυσούσε μια δυνατή αύρα που σου δρόσιζε το κεφάλι μόλις το έβγαζες από το παράθυρο. O ουρανός είχε τ’ ωραιότερο σταχτογάλαζο χρώμα του, τ’ αστέρια έλαμπαν γλυκά και το μισοφέγγαρο ανάμεσά τους σκορπούσε στη γη τ’ ασημένιο του φως. 

Αυτό το φεγγαρόφωτο είχε γαργαλίσει και τον απονύχτερο γρύλο που δεν έπαυε το τραγούδι του. T’ άκουγα από το παράθυρο με όση ευχαρίστηση άφηνα να με δροσίζει η αύρα. Kι ενώ στην αρχή απολάμβανα το μεταλλικό ήχο, χωρίς να συλλογιέμαι καθόλου το αθόρυβο όργανο που τον έβγαζε, έπειτα ο νους μου αποζήτησε κι αυτό. Εννοώ το γρύλο που τραγουδούσε. Πού να ήταν; Φυλακισμένος σε κανένα κλουβάκι; ή κρυμμένος σε καμιά γωνιά του μανάβικου, που είχε φτάσει το πρωί με το φόρτωμα των καρπουζιών και των πεπονιών;
    

Αυτό μου φαινόταν το πιθανότερο. O γρύλος θα ’ταν ελεύτερος να φύγει, όπως ήρθε. Γιατί εδώ δεν πολυσυνηθίζουν να πιάνουν τα ωδικά αυτά έντομα, να τα βάζουν σε κλουβάκια και να τα τρέφουν για ν’ ακούν το τραγούδι τους.

Στην πατρίδα μου, όμως, τη Ζάκυνθο, αυτό είναι μια από τις καλοκαιριάτικες χαρές των παιδιών.

Στο δρόμο, όπως πουλούν σύκα και σταφύλια, πουλούν και γρύλους ή τριζόνια, όπως τους λέμε κει. Πουλούν ακόμη και κλουβάκια με τριζόνια.

Όλα τα παιδιά... κλαίνε, ώσπου να τους δώσει η μητέρα χρήματα για ν’ αγοράσουν. Κι έτσι όλα τα σπίτια έχουν από ένα τουλάχιστο κλουβάκι με τριζόνι, κρεμασμένο στο παράθυρο του δρόμου ή της αυλής.

A, τι συναυλία είναι κείνη τις φεγγαροφώτιστες νύχτες του Ιουλίου και του Αυγούστου! Κι αυτή τη συναυλία θυμόμουν, καθώς άκουγα απόψε το μονάκριβο γρύλο που τραγουδούσε κρυμμένος ανάμεσα στα φρούτα του μανάβικου...

Μα και πόσα άλλα πράματα δε θυμόμουν μαζί! Και προπάντων τα τριζόνια και τα κλουβάκια τα δικά μου, τότε που ήμουν μικρό παιδί στην πατρίδα μου... Τι μανία που είχα! Το πρώτο τριζόνι που έμπαινε στη χώρα έπρεπε να το αγοράσω εγώ. Κι από μέρες πριν του ετοίμαζα το κλουβάκι του, είτε επιδιορθώνοντας το περσινό, είτε αγοράζοντας καινούργιο, είτε κατασκευάζοντας ένα από την αρχή. Γιατί είχα αποκτήσει μια ειδικότητα στην κατασκευή αυτών των κλουβιών. Έπαιρνα δυο καπάκια από ξύλινα κουτιά λουμινιών, τέσσερα κομματάκια ξερή κληματόβεργα, καμιά δεκαριά φουρκέτες της μαμάς, και μ’ αυτά σού σκάρωνα μια φυλακή για το τριζόνι, που δεν ήταν μονάχα οχυρή, παρά έμοιαζε λίγο και με κομψοτέχνημα. Πρέπει όμως να ομολογήσω χωρίς ντροπή, ότι πιο κομψά, και προπάντων πιο στερεά, ήταν τα κλουβάκια που αγόραζα έτοιμα. A, πόσο συμπαθούσα το χωριάτη που έφερνε στη χώρα και πουλούσε τριζόνια!

Ήταν, θυμούμαι, ένας νέος με γενάκια τόσο ξανθά όσο και η τρύπια του ψάθα. Μόλις έμπαινε το καλοκαίρι, κάθε φορά που τον έβλεπα φορτωμένο με διάφορα πράγματα, τον ρωτούσα:    

― E, δε βγήκαν τα τριζόνια; Και μου απαντούσε:
― Όχι ακόμα!


     Επιτέλους μια μέρα, παρουσιαζόταν μπροστά μου γελαστός κρατώντας μια κάλτσα. A, τι χαρά! Μέσα σ’ αυτή την κάλτσα είχε τα τριζόνια του. Δεν είχα παρά να διαλέξω... Το μεγαλύτερο; Το πιο όμορφο;... Όχι! Εκείνο που κελαηδούσε καλύτερα. Μα πώς, αφού ήταν μέρα και τα τριζόνια δεν κελαηδούν παρά τη νύχτα;

Ευκολότατο! Έπαιρνα το τριζόνι, το έκλεινα στις δυο μου χούφτες και το χουχούλιζα λίγο από πάνω. Του έκανα έτσι μια τεχνητή νύχτα χλιαρή. Κι εκείνο γελασμένο σήκωνε αμέσως τα φτεράκια του κι άρχιζε να τα τρίβει. Γιατί, καθώς ξέρετε, ο γρύλος δεν τραγουδά με το στόμα, αλλά με τα φτερά που τα μεταχειρίζεται σαν κρόταλα. Έτσι μπορούσα να κρίνω ποιο από τα τριζόνια της κάλτσας είχε τα πιο ηχηρά, τα πιο δυνατά κρόταλα· και τ’ αγόραζα χωρίς πολλά παζάρια.

Ποτέ ζωοτρόφος δεν περιποιήθηκε το ζώο του, όσο περιποιόμουνα εγώ το τριζονάκι μου! Το κρεμούσα στο πιο δροσερό και το πιο προφυλαγμένο μέρος που μπορούσα να βρω. Ποτέ δεν έλειπε από το κλουβάκι του η φρέσκια αντράκλα, το καρπούζι, το αγγούρι, κι ό,τι άλλο έτρωγε ή ενόμιζα πως τρώει ο τραγουδιστής μου. Και ζούσε τόσο καλά, όσο μπορεί να ζει κανείς στη φυλακή.

Μα τα τριζόνια και μάλιστα τα φυλακισμένα, δε ζουν, φαίνεται, πολύ. Κι ύστερα από λίγες μέρες, και προπάντων νύχτες χαράς, είχα τη μεγάλη, την ανέκφραστη παιδική λύπη να βρίσκω μιαν αυγή το τριζόνι μου ψόφιο, ξαπλωμένο ανάσκελα στο κλουβάκι του, ανάμεσα στις αντράκλες, και... μισοφαγωμένο από τα μυρμήγκια που πλημμύριζαν ακόμα, ολόκληρο στράτευμα το κλουβάκι και την περιοχή του…

 ― Aχ! εφώναζα. Μου το ’φαγαν τα μυρμήγκια!... Μου εξηγούσαν τότε, πως πρώτα είχε ψοφήσει και κατόπιν έτρεξαν τα μυρμήγκια να φάνε το πτώμα. Μα αυτό δεν λιγόστευε τη λύπη μου, και προπάντων όταν η εποχή ήταν προχωρημένη κι ο ξανθογένης εκείνος δεν έμπαινε πια στη χώρα με την κάλτσα γεμάτη τριζόνια... Αλίμονο! κάθε πράγμα στον κόσμο έχει το τέλος του· και γι’ αυτό, ό,τι μας προξενεί μια χαρά, είναι προορισμένο να μας ύστερα, το ίδιο, και μια λύπη.

Αυτά θυμόμουν την περασμένη νύχτα, ενώ δρόσιζα το κεφάλι μου στο παράθυρο με την αύρα, κι άκουγα το τραγούδι του γρύλου στο ασημένιο φεγγαρόφωτο...

ΕΡΓΑΣΙΑ

Ένα απλό γεγονός (η αϋπνία κάποιο βράδυ: «Απόψε δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τη ζέστη.») έφερε μια ευχάριστη ονειροπόληση της παιδικής ηλικίας στο συγγραφέα.

α) Εσείς έχετε βιώσει κάποιο αντίστοιχο γεγονός- βίωμα (με ζωάκι, με φιλικές μεταμεσονύχτιες συζητήσεις κ.τ.λ.) που είναι έντονα χαραγμένο στη μνήμη σας;

β) Ποιο είναι το συμπέρασμα που βγάζει ο ενήλικος πια αφηγητής- συγγραφέας στο τέλος της διήγησής του;

Share this

0 Comment to "3ο και 4ο ΔΙΗΓΗΜΑ"

Δημοσίευση σχολίου