Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Ποιος φταίει που δε μάθαμε να συζητάμε;



Ψύχραιμη ματιά
Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]



Ποιος φταίει που δε μάθαμε να συζητάμε;


Ας υποθέσουμε ότι μας τίθεται το παρακάτω ερώτημα: Έχουμε μάθει ως λαός, όταν καταπιανόμαστε με θέματα της καθημερινής μας ζωής, να συζητάμε ή αντίθετα ακόμη έχουμε τη συνήθεια να οχλαγωγούμε, και ποιος φταίει για τη νοοτροπία αυτή; Και όταν λέω ζητήματα της καθημερινής ζωής εννοώ καθετί που ενδιαφέρει είτε το μικρόκοσμο της πόλης που ζούμε είτε γενικότερα τη χώρα μας. Εγώ, δυστυχώς, πιστεύω πως δε συζητάμε γιατί δε μας δίδαξαν, επομένως δε μάθαμε ποτέ, να ακούει ο ένας τι λέει ο άλλος με προσοχή και υπομονή.
Έπινα της προάλλες αμέριμνος το καφεδάκι μου στο cafe που πηγαίνω, όταν έχω λίγο ελεύθερο χρόνο, και επειδή δεν κυκλοφορούσαν εφημερίδες τη μέρα εκείνη κοιτούσα το Παυσίλυπο, σκεφτόμενος την εύστοχη ονομασία  που έδωσαν στο άλσος, όταν ξάφνου άρχισε μια έντονη λογομαχία στην παρέα που καθόταν στο διπλανό τραπέζι.
Έστρεψα προς τα εκεί την προσοχή μου και δεν άργησα να καταλάβω ποια ήταν η διαφωνία τους: ποιος φταίει για το πρόβλημα των σκουπιδιών, το οποίο τώρα που ζεσταίνει ο καιρός γίνεται ιδιαίτερα αισθητό (και αποκρουστικό). Η τετραμελής παρέα είχε διαιρεθεί σε τρεις απόψεις και ο καθένας έλεγε τα δικά του. Φταίει ο τωρινός Δήμαρχος που αργοπόρησε και εν πολλοίς αδιαφόρησε για τους δημότες του, έλεγε η μία άποψη. Φταίει ο προηγούμενος, που ενώ ήταν τόσα χρόνια στην «καρέκλα», δεν αγόρασε τα κατάλληλα μέσα αποκομιδής, άσε που δε μερίμνησε για μόνιμες προσλήψεις- μετά τις πολλές συνταξιοδοτήσεις που έγιναν επί της θητείας του-, έλεγε η δεύτερη άποψη. Φταίνε όλοι τους, γιατί «όλοι ίδιοι είναι», έλεγε η τρίτη άποψη. «Ναι, ναι», συμφωνούσε ο τέταρτος της παρέας!
Δε θα σχολιάσω την τρίτη άποψη και ας είναι η επικρατούσα (κατά ένα άτομο) στην παρέα. Πάντα αντιπαθούσα τη γενίκευση, την οποία θεωρώ μέσο υπεκφυγής από την προσπάθεια να σκεφτεί κανείς. Γι’ αυτό εστίασα το ενδιαφέρον μου στα «επιχειρήματα» των δύο πρώτων απόψεων. Στάθηκε, όμως, αδύνατο να βγάλω συμπέρασμα. Ήταν φανερό ότι οι ομιλητές αγνοούσαν τους στοιχειώδεις κανόνες μιας υποτυπώδους συζήτησης. Προσπαθούσε ο καθένας με φράσεις «κλισέ», του «συρμού», και κυρίως χωρίς υπομονή και σεβασμό στο συνομιλητή και φίλο του να τον πείσει. Πολλές φορές μάλιστα αλληλοδιέκοπταν τη ροή του λόγου, σίγουρος ο ένας φίλος για τον άλλον για το που ήθελε να καταλήξει με τη σκέψη του.
Αλλά εκεί που πραγματικά ήταν να λυπάται κανείς συνέβη μετά από λίγο, όταν από ένα σημείο και μετά έπαψαν τα όποια «επιχειρήματά» τους και ο «διάλογος» προσωποποιήθηκε. Δυστυχώς, στις καθημερινές συζητήσεις παρατηρείται πολύ συχνά αυτό. Και σε δικές μου παρέες έχει συμβεί. Ύστερα, δηλαδή, από τις πρώτες φράσεις οι περισσότεροι χάνουν το θέμα συζήτησης τους και στη θέση του τοποθετούν τον εαυτό τους, οπότε όχι μόνο συζήτηση δεν έχουμε, μα πολλές φορές προσωπική διένεξη.
Έτσι έγινε και με τους «γείτονές» μου στο café. Μάλιστα ο ένας σηκώθηκε και έφυγε από την παρέα θυμωμένος. Μου έμεινε, λοιπόν, η απορία. Γιατί; Γιατί, ενώ είμαστε ένας λαός συζητητικός, έχουμε δηλαδή την τάση να ρωτάμε για κάθε λογής γεγονότα και συμβαίνοντα, δεν έχουμε μάθει να συζητάμε ήρεμα, να συνδιαλεγόμαστε;
Η δική μου εκδοχή έχει ήδη διατυπωθεί στην αρχή του κειμένου, το οποίο ξεκίνησε με μια υποθετική ερώτηση, όχι γιατί η απάντηση είναι προφανής, αλλά γιατί ακριβώς η απάντηση του καθενός μας μπορεί να είναι διαφορετική για το ποιος φταίει που δε μάθαμε ακόμη ως λαός να συζητάμε πολιτισμένα.




[1]  Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί κάθε Πέμπτη και Κυριακή στην εφημερίδα «Πρωινός Τύπος». (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία  κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr).

Share this