Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ (Α’ ΜΕΡΟΣ)




  

Ψύχραιμη ματιά
Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος
                                                                                    


Αφόρμηση για το σημερινό κείμενο αποτελούν τα όσα συνέβησαν στο γήπεδο της Τούμπας το τελευταίο 15μερο αρχικά με τη ρίψη αντικειμένου από έναν ανόητο οπαδό του ΠΑΟΚ προς τον προπονητή του Ολυμπιακού στον αγώνα των δύο ομάδων και μετά από λίγες ημέρες εξαιτίας μιας διφορούμενης απόφασης του διαιτητή στον αγώνα ΠΑΟΚ- ΑΕΚ, η οποία έδωσε αφορμή για την εισβολή στο τερέν του προέδρου της γηπεδούχου ομάδας με συνοδεία 4 «ανδρών της προσωπικής φρουράς του», όλοι φέροντες πιστόλια (!), για να διευθετήσει το θέμα, ώστε να πάρει ο διαιτητής τη σωστή απόφαση! Ωστόσο, το κείμενό μου, το οποίο θα δημοσιευθεί σε τρεις συνέχειες για την οικονομία του χώρου, δε θα πάρει θέση για το ποιος μεγαλοπαράγοντας κάνει μικρότερο ή μεγαλύτερο κακό στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αφού, όπως λέει θυμόσοφα ο λαός «άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος όλοι οι σκύλοι μια γενιά». Θα επιχειρήσω να εστιάσω στην ουσία του θέματος που για μένα είναι η εκμετάλλευση ανθρώπων μέσω του λαϊκού αυτού αθλήματος.

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ (Α’ ΜΕΡΟΣ)


Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι απόλαυσης. Στο βαθμό που το άθλημα έχει βιομηχανοποιηθεί, έχει χαθεί σιγά- σιγά η ομορφιά που γεννιέται από τη χαρά που νιώθει κανείς μονάχα γιατί παίζει. Στη σύγχρονη εποχή το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδη[1]
Ο Κάρολος Μάρξ σε κείμενο που δημοσίευσε στα «Γερμανογαλλικά Χρονικά» του 1844 είχε πει ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού[2].  Στην εποχή μας, όπιο του λαού θεωρείται το ποδόσφαιρο (και όχι άδικα). Το λαϊκό άθλημα, που συναρπάζει και συγκινεί, πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες από τη σφαίρα του λαϊκού παιχνιδιού στις αλάνες των γειτονιών και των χωμάτινων γηπέδων στο πεδίο της κερδώας εκμετάλλευσης.
Οι αδίστακτοι έμποροι του ποδοσφαίρου επένδυσαν στον «θρησκευτικό» φανατισμό και στο μαζικοποιημένο «ανήκειν» των φιλάθλων, εκμεταλλεύτηκαν την ευρύτητα της συμμετοχής και έστησαν παγκοσμίως μια υπερκερδοφόρα βιομηχανία θεάματος και εμπορευμάτων (στοιχήματα, τζόγος live, πάσης φύσεως προϊόντα- ακόμη και προφυλακτικά- με το σήμα της αγαπημένης ομάδας, κ.ά.) γύρω από αυτό. Η μεγάλη λαϊκή δυναμική του, είναι το «διαβατήριο» που προσδίδει αναγνωσιμότητα και μεγάλη ισχύ σε προέδρους συλλόγων και αρκετές φορές επηρεάζει μέχρι τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Η αποθέωση του σε καθαρά ανταγωνιστικό άθλημα έφτασε, αντί να ενώνει (μέσω της χαράς του παιχνιδιού) να διαιρεί κοινωνίες και πολίτες, ενώ έδωσε την ευκαιρία να μπουν στο «παιχνίδι» και άλλοι «παράγοντες» (άνθρωποι της νύχτας, αποβράσματα της κοινωνίας κ.ά)[3]. Επιπλέον,  το ποδόσφαιρο (από τότε που οι αδίστακτοι «έμποροι» του κατάλαβαν τη μαζικότητα του) φαίνεται να μην τα πηγαίνει και τόσο καλά με τη Δημοκρατία. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, πως ιστορικά «αξιοποιήθηκε» προπαγανδιστικά από ουκ ολίγα απολυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα, ως «όπιο των λαών». Η  Ελληνική χούντα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη πορεία του Παναθηναϊκού προς το Ουέμπλεϋ, οι χούντες της λατινικής Αμερικής έκρυβαν τις δολοφονίες τους και τα εγκλήματα τους πίσω από τις επιτυχίες των εθνικών τους ομάδων στα Μουντιάλ (Ουρουγουάη, Αργεντινή, Βραζιλία κ.λ.π.), ενώ το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε ακόμη και για την έναρξη πολέμων και εθνοκαθάρσεων[4].
Το πρωτοπόρο κράτος στη χρησιμοποίηση συγκεκριμένα του ποδοσφαίρου για πολιτικούς σκοπούς ήταν η φασιστική Ιταλία  του Μουσολίνι. Ο φασίστας δικτάτορας δεν παρέλειψε να επωφεληθεί από τη διοργάνωση του δεύτερου παγκοσμίου κυπέλου στην Ιταλία το 1934 για να αναγορεύσει τα μέλη της εθνικής ομάδας σε «στρατιώτες στην υπηρεσία του έθνους», αλλά και να προειδοποιήσει τους παίχτες λέγοντας: «νίκη ή θάνατος». Αλλά και ο υπουργός προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος Γκέμπελς έλεγε ότι : «για τον απλό κόσμο, το να κερδίσεις έναν διεθνή αγώνα είναι πιο σημαντικό από το να κατακτήσεις μια πόλη!».

Συνεχίζεται…


Πηγή: Στοιχεία για το σημερινό κείμενο αλιεύτηκαν από αντίστοιχο κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα δρόμου «Άπατρις» (Δεκέμβρης 2011) που κυκλοφορεί στις πόλεις της Κρήτης.



[1] Γκαλεάνο Εντουάρντο (1998): Τα χίλια πρόσωπα του ποδόσφαιρου, μετ. Χρυσοβέργης Γιάννης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
[2] Χάρι Μπάροουζ Άκτον (2011): Τι είπε στ’ αλήθεια ο Μαρξ, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα.
[3] Μόλις πρόσφατα κρίθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ένοχοι 58 κατηγορούμενοι, του επονομαζόμενου Koriopolis – δηλαδή του σκανδάλου των στημένων αγώνων ποδοσφαίρου που τελέστηκαν το 2011.
[4] Στο επόμενο κείμενο θα μιλήσουμε για  το Πόλεμο του ποδοσφαίρου (=La guerra del fútbol) ή Πόλεμο των 100 ωρών που έλαβε χώρα το 1969.


Share this