Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

ΚΕΙΜΕΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α1, 5ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α1, 5ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Το παλιό εκπαιδευτικό σύστημα


 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ 

Η σιωπή, το πουλί και η Νέα Παιδαγωγική

 […] Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός από παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία.   Τα πιο πολλά θα έχουν γίνει κρανία. Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερεις δάσκαλοι:

Ο Πατερόπουλος στην Πρώτη Τάξη, γεροντάκος, κοντός, αγριομάτης, με κρεμαστά μουστάκια, με τη βίτσα πάντα στο χέρι  μας κυνηγούσε, μας περμάζωνε και μας έβαζε στη γραμμή, σα νά ΄μαστε παπιά και μας πήγαινε στο παζάρι να μας πουλήσει. «Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου, δάσκαλε» του παράγγελνε κάθε γονιός παραδίνοντάς του το αγριοκάτσικο παιδί του “ «δέρνε το, δέρνε το, ωσότου να γίνει άνθρωπος». […]

Ο Τίτυρος βασίλευε στη Δευτέρα Τάξη. Βασίλευε, ο δύστυχος, μα δεν κυβερνούσε. Χλωμός, με γυαλάκια, με κολλαριστό πουκάμισο, με μυτερά στραβοπατημένα λουστρίνια, με μια μεγάλη μύτη τριχωτή, με λιγνά δάχτυλα, κιτρινισμένα από τον καπνό. Δεν τον έλεγαν Τίτυρο, τον έλεγαν Παπαδάκη, μα μια μέρα τού ‘φερε ο πατέρας του, ο παπάς, από το χωριό πεσκέσι ένα μεγάλο κεφάλι τυρί. «Τι τυρός είναι αυτός, πάτερ;» έκαμε ο γιός, τ΄ άκουσε μια γειτόνισσα που έτυχε στο σπίτι, τό ‘πε παραπέρα, πήραν τον κακομοίρη το δάσκαλο στο μεζέ και τού ‘βγαλαν το παρατσούκλι. Ο Τίτυρος, λοιπόν, δεν έδερνε, παρακαλούσε! Μας διάβαζε «Ροβινσώνα Κρούσο», μας ξηγούσε την κάθε λέξη κι ύστερα μας κοίταζε με τρυφεράδα και αγωνία, θαρρείς μας παρακαλούσε να καταλάβουμε. […]

Στην Τρίτη Τάξη ήταν ο Περίανδρος Κρασάκης. Ποιος ανέσπλαχνος νουνός έδωκε τ’ όνομα του άγριου τύραννου της Κορίνθου (Περίανδρο) στον καχεκτικό αυτό ανθρωπάκο, με το αψηλό σκληρό κολάρο για να μη φαίνουνται οι σκρόφουλες στον λαιμό του, με τα λιγνά σαν του τζίτζικα ποδαράκια, με το άσπρο μαντιλάκι πάντα στο στόμα, να φτύνει, να φτύνει και να κόβεται η πνοή του; Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα· κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τ’ αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε αυτός, δεν παρακαλούσε, μα κουνούσε τη χοντρή, γεμάτη σπυριά κεφάλα του.

– Ζώα, μας φώναζε, γουρούνια, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας άνθρωποι. Τι θα πει, μαθές, άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Το μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στον Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να πλυθείτε! Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη· κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν, και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο· γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.

Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι· το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια- ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, πού ’χε έρθει εφέτος από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

– Σώπα, δάσκαλε, φώναξε· σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί! [....].

Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ΄ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. [...] Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θά ήταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική, μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος. Η Παιδαγωγική έλειπε, θα ήταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή και άρχισε να μας βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ότι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ’ ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα, αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα. Και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. [...] «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε [...]

Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:

- Πού ‘ναι κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;

Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.

- Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου. Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.

- Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει. Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.

- Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!

Είχε και μιαν κόρη της παντρειάς, την έλεγαν Τερψιχόρη· κοντή, μα πολύ νόστιμη, πολλοί τη ζητούσαν, μα δεν ήθελε να την παντρέψει. "Τέτοιες ατιμίες" έλεγε "δε θέλω εγώ στο σπίτι μου". Κι όταν το Γενάρη οι γάτες έβγαιναν στα κεραμίδια και νιαούριζαν, έπαιρνε μια σκάλα, ανέβαινε στη στέγη και τις κυνηγούσε. "Ανάθεμα τη φύση" μουρμούριζε "ανάθεμα τη· δεν έχει ηθική!".

Τη Μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας γύρισε ύστερα στο σκολειό να μας εξηγήσει τί είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τί θα πει Σταύρωση. Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστημένοι, γιατί δε φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού. Άρχισε λοιπόν ο άντρας της «Νέας Παιδαγωγικής», με βαριά επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πως ο Θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποιαν αμαρτία; καλά - καλά δεν καταλάβαμε· μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα μαθητές κι ένας τον πρόδωκε, ο Ιούδας.

- Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; σαν ποιον; Σηκώθηκε από την έδρα ο δάσκαλος κι άρχισε να προχωράει αργά, απειλητικά, από θρανίο σε θρανίο και μας κοιτούσε, ένα ένα.

- Κι ήταν ο Ιούδας σαν τον… σαν τον.. Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον έμοιαζε ο Ιούδας. Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλο του στάθηκε σ' ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό που 'χε φωνάξει πέρυσι στην Τρίτη Τάξη: "Σώπα, δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί".

- Να, σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος, κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!

Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο, κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο που πρόδωκε το Χριστό. Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χειροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε, κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγήσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε "Ιούδα! Ιούδα!" ωσότου έφτασε σπίτι του και τον τρύπωξε μέσα.

Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια· έφερνε σ' ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που 'χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για την Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.

- Δε με γνωρίζεις; έκαμε, δε με θυμάσαι; Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.

- Το Νικολιό! φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.

- Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.


ΔΕΙΤΕ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ...ΠΑΛΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

https://www.youtube.com/watch?v=DzXBuhrsASU




Β. ΕΡΓΑΣΙΕΣ (τις οποίες πρέπει να γράψετε στο τετράδιό σας για το μάθημά μας την ερχόμενη Παρασκευή 11/12/2020

 

1. α) Ποιον τρόπο διδασκαλίας χρησιμοποιεί ο δάσκαλος στη Δευτέρα Δημοτικού και ποιον ο δάσκαλος στην Τετάρτη; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με ένα (1) παράδειγμα- χωρίο από τον κάθε δάσκαλο

1β) Ποιον τρόπο διδασκαλίας και προσέγγισης προς τους μαθητές θεωρείτε πιο αποτελεσματικό και γιατί;

2. Να παρουσιάσετε και να αιτιολογήσετε τα συναισθήματα που τρέφουν οι μαθητές για τους δασκάλους τους στη Δευτέρα και την Τρίτη Δημοτικού [τουλάχιστον δύο (2) συναισθήματα για τον κάθε Δάσκαλο.]

Share this

0 Comment to "ΚΕΙΜΕΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α1, 5ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ"

Δημοσίευση σχολίου