Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΟΙΗΤΕΣ
ΣΕΛΙΔΑ
Ντίνος Χριστιανόπουλος
2-3
Κώστας  Μόντης
3

Βακαλό Ελένη

3-4

Μιχάλης Κατσαρός

4-5
Τάσος Λειβαδίτης
5-9
Μενέλαος Λουντέμης
9
Οδυσσέας Ελύτης
9-10
Αλκυόνη Παπαδάκη
10-11
Μανόλης Αναγνωστάκης
11-13
Κώστας Βάρναλης
13-14
Κώστας Ουράνης
14
Γιώργος Δροσίνης
14
Κωνσταντίνος Καβάφης
14-15
Νίκος Καρούζος
15
Κική Δημουλά
16
Κλείτος Κύρου
16
Θωμάς Γκόρπας
16-17
Γιώργης Παυλόπουλος
17
Κώστας Τριπολίτης 
18-20
Σταύρος Σιόλας
20-21
Κώστας Καλαϊτζίδης
21-22
Αλκίνοος Ιωαννίδης
22-23





~ Ντίνος Χριστιανόπουλος ~
Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

Κοκκινίσατε άραγε για τη τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
…………………………………………………………………

Τέλος

Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά,
καλύτερη κι απ’ ό,τι λαχταρούσα,
τώρα που μου ‘ρθαν όλα όπως τα ‘θελα
κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου,
νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει.
…………………………………………………………………

Μικρά Ποιήματα

“όταν πεθάνω, να με θάψτε στο χωριό” –
θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους
την πατρίδα που αρνήθηκαν με το σώμα τους
……………………………………….
και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος
……………………………………….
μια γυναίκα στο δρόμο
μαλώνει το παιδάκι της
“δε θα πάμε στο σπίτι;
θα σε κρεμάσω ανάποδα”
γύρισα κι είδα το μικρό:
ήτανε κιόλας κρεμασμένο

………………………………………………………………


~Κώστας  Μόντης~

Όταν θα συναντηθούμε με τα σκουλήκια

λπίδα μας εναι νά μήν χουν στό μεταξύ
διαβάσει,
λπίδα μας εναι νά μήν χουν στό μεταξύ κούσει
πς τά μεταχειριστήκαμε στίς κουβέντες μας,
πς τά μεταχειριστήκαμε στίς φημερίδες μας,
πς τά μεταχειριστήκαμε στίς λογοτεχνίες μας.

………………………………………………
Κόκκαλα (από μια ανασκαφή τάφου)

Για να καταλάβω καλά,
Ξέραμε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής
Πως αυτά θ’ απέμειναν στο τέλος;
Για να καταλάβω καλά,
Ξέραμε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής
πως σ’ αυτά θα καταλήγαμε στο τέλος;
……………………………………………………………………

         

~Βακαλό Ελένη~



Πως έγινε ένας κακός άνθρωπος

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες
Αρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
…………………………………………………………………….

~Κατσαρός Μιχάλης~
Όταν

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ' ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Πάλι σας δίνω όραμα.

………………………….

~Τάσος Λειβαδίτης~

Βιολέτες για μια εποχή

Μέσα στον ύπνο μας κοιμούνται τα πιο ωραία ταξίδια.
Κι εγώ δεν έχω αλλο όπλο απ’ το να διηγούμαι ψεύτικες ιστορίες και να τις πιστεύω.
………………………….
Κενός τίτλος
Τέλος, για να μην τα πολυλογώ, αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας.
Έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα.
Να πιστέψω στους ανθρώπους.
………………………….
Κάποτε πρέπει να αλλάξω, αρκεί να ορίσω αυτό το κάποτε.
………………………….
Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια
καρδιά. Θυμάσαι;
………………………….
Τότε χτύπησαν την πόρτα.
Εγώ, αφελής όπως πάντα, πήγα κι άνοιξα.
Κι έτσι μια καινούρια θλίψη μπήκε στον κόσμο.


………………………………………………………………………
Αφιερωμένο σ’ εκείνους που έζησαν περήφανα,
που αγωνίστηκαν, που έδωσαν, που δε ζήτησαν
και που τίποτα δε μπορεί να τους αφαιρέσει την αξιοπρέπεια της ζωής τους!
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
ένας κόσμος για να πεθάνεις.
Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα
αλλά κι εγώ ποιός ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.
……………………………………………………………….
Το ουσιώδες στη μικρή ιστορία μου ήταν μια μαύρη κουνιστή
πολυθρόνα – αλλά που είναι τώρα το σπίτι, που είναι η φρουτιέρα
με τα παλιά επισκεπτήρια, οι πετσέτες που πνίγαμε τα γέλια –
μόνον η λάμπα καίει ακόμα στην άδεια κάμαρα, σαν κάποιον που
συνομιλεί με τον εαυτό του αγνοώντας τους κινδύνους ή όπως μια
γυναίκα που δεν τη γνώρισες ποτέ κι όμως θα πρέπει κάποτε να ΄χατε αγαπηθεί πολύ μες στην ατέλειωτη ερήμωση μιας μέρας του φθινοπώρου. Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
……………………………………………………………….
Πικρό το βράδυ φτάνει.
Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π’ αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;) και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
………………………………………………………………………

Μιά μέρα θα νικήσουμε-σημαίες, τραγούδια, όνειρα, ζητωκραυγές.
Μα όταν το βράδι αδειάσουν οι δρόμοι και πάψουν να περνάν τα πλήθη
και πέσει σαν ένα μαχαίρι ξαφνικά στη μέση της πλατείας η σιωπή
και μείνει καθένας μονάχος,με μιά δική του απαρηγόρητη
μνήμη ο καθένας
ανάμεσα σε τόσα γεγονότα και τόσους νεκρούς, ψάχνοντας
για έναν δρόμο, έναν ασήμαντο έστω δρόμο
να επιστρέψει στη ζωή του
σηκώνοντας όλο το βάρος από τόσα απελπισμένα χρόνια
το βάρος αυτών που φωνάξαν την αλήθεια και τους ποδοπάτησαν
κι εκείνων που δεν μίλησαν και τους ποδοπάτησαν κι αυτούς
χιλιάδες σύντροφοι που τραγουδήσαν μπρος στα εχθρικά αποσπάσματα
κι άλλοι που πέθαναν αμίλητα, από αγαπημένα συντροφικά χέρια
χωρίς να πουν μιά λέξη, χωρίς ούτ' ένα βόγγο
μήπως και δώσουν στόχο στον εχθρό.
Αυτά είχα να σου πω. Να σου διηγηθώ όνειρα, θυσίες,
τύψεις, δάκρυα
να σου πω γιά κάποιον που δεν τον αγάπησε κανείς
και πέρασε όλη τη ζωή του μέσα στην καταφρόνια και τη
μοναξιά
μέχρι που σώθηκε. Και να σου πω γιά κείνον που έζησε μες
στις επευφημίες
και γέλασε και τραγούδησε κι απόλαψε
και χάθηκε
-απ' τις εύκολες επιτυχίες του
νικημένος.
Νάμαι τώρα μπροστά σου γυμνός κι ανυπεράσπιστος και
άτρωτος
σαν το νεκρό στις γκρίζες πλάκες του νεκροτομείου.
Αν όχι με τη στοργή σου, σκέπασέ με τουλάχιστον με λίγη
συχώρεση.
Κρυώνω....
……………………………………………………………..

Η μητέρα μου πέθανε
η αγαπημένη μου έφυγε
οι σύντροφοι με προδώσανε
τα χρόνια περάσανε
τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος
Όλα έγιναν.
……………………………………………………………..
Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψατε κοντά-κοντά
Για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.

……………………………………………………………….

Να σε πνίγουν τόσα πολλά «Γιατί»
και οι άλλοι να σου λένε «σώπα»
…………………………………………………………………….
Αλλά τα βράδια

Και να που φτάσαμε εδώ, χωρίς αποσκευές
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι

Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος

Αλλά, τα βράδια, τι όμορφα που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται

Αλλά, τα βράδια, τι όμορφα που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά, τα βράδια, τι όμορφα που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο

Κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά, τα βράδια, τι όμορφα που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
Σαν ένα τραγούδι που, καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών

Αλλά, τα βράδια, τι όμορφα που μυρίζει η γη

Δώσ' μου το χέρι σου

.............................................................................
~Μενέλαος Λουντέμης~

Μ΄ έβαλαν να ορκιστώ με το χέρι στην καρδιά.
Ορκίσου μου είπαν.
Και ορκίστηκα.
Είχα για τόσα πολλά να ορκιστώ.
Ορκίσου σ’ όλα μου είπαν.
Είπα κι έσκυψα, ορκίζομαι σ’ όλα.
Και γονάτισα.
………………………………………………………………………

~Οδυσσέας Ελύτης~

Είπα θα φύγω.
Τώρα.
Με ό,τι να ‘ναι.
Θα πάω να βρω ποιος είμαι.
Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο.

………………………….
~Αλκυόνη Παπαδάκη~



Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή

Θυμάσαι ένα χειμωνιάτικο πρωινό, που ήρθα και σε ξύπνησα χωρίς να με περιμένεις;
Σε πήρα από το χέρι και περπατήσαμε στους δρόμους, μέσα στο κρύο και στη βροχή.
Δεν κάναμε τίποτα σπουδαίο. Δεν λύσαμε κανένα πρόβλημα του κόσμου.
Κρατιόμαστε χέρι-χέρι, λέγαμε ό,τι μας ερχόταν στο κεφάλι και γελούσαμε.
Δε σου είπα πόσο είχα ανάγκη εκείνη την ημέρα να σε δω.
Πως δεν άντεχα να κουβαλήσω ως το βράδυ την ψυχή μου.
Δε σου είπα πόσο μου είχες λείψει.«Πρέπει, οπωσδήποτε, ν’ αλλάξω ζωή, αλλιώςείμαι χαμένος. Βέβαια, έχω καιρό μπροστά μου, είμαι ακόμα
νέος. Αν μπορούσα να ξεφύγω αυτή την άθλια καθημερινότητα,
υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί, αν σταθώ λιγό-
τερο εύκολος
στις διάφορες προφάσεις- μα ιδιαίτερα
αν βάλω πια ένα τέλος σε τούτες τις αιώνιες αναβολές.
Τότε, αλήθεια, ίσως φτιάξω κάτι, ίσως μάλιστα και κάτι το
μεγάλο
όπως ονειρευόμουν από παιδί…»
Έτσι έγραφε κάποιος ένα βράδυ με χέρια που τρέμανε.
Κι έκλαιγε. Ύστερα νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.
Το πρωί, μόλις θυμόταν κάτι αόριστα. Και σε μερικά χρόνια πέθανε.

………………………………………………………………………

Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας.
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει.
Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε.
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι.
Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τούς περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες.
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση.
Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
Aν… Αν…
Αν ήταν όλα αλλιώς! Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;

...............................................................................................

Κι 
ν σκέφτομαι, εναι γιατ  συνήθεια εναι πι προσιτ π τν τύψη.

...............................................................................................

~Μανόλης Αναγνωστάκης~
Στόχος
Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
— Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
……………………………………………………..
πιτύμβιον
Πέθανες- κι γινες κα σύ: καλός,
λαμπρς νθρωπος, οκογενειάρχης, πατριώτης.
Τριάντα
ξη στέφανα σ συνοδέψανε, τρες λόγοι ντιπροέδρων,
φτ ψηφίσματα γι τς πέροχες πηρεσίες πο προσέφερες.
, ρ Λαυρέντη, γ πο μόνο τξερα τί κάθαρμα σουν,
Τί κάλπικος παρ
ς, μι λόκληρη ζω μέσα στ ψέμα
Κοιμο
ν ερήν, δν θ ρθ τν συχία σου ν ταράξω.
(γώ, μι λόκληρη ζω μς στ σιωπ θ τν ξαγοράσω
Πολ
κριβ κι χι μ τίμημα τ θλιβερό σου τ σαρκίο.)
Κοιμο ν ερήν. ς σουν πάντα στ ζωή: καλός,
λαμπρς νθρωπος, οκογενειάρχης, πατριώτης.
Δ θά σαι πρτος οτε δ κι τελευταος.
 …………………………………………………………..
πίλογος
Κι χι αταπάτες προπαντός.
Τ
πολ πολ ν τος κλάβεις σ δυ θαμπος
προβολε
ς μς στν μίχλη
Σ
ν να δελτάριο σ φίλους πο λείπουν
μ
τ μοναδικ λέξη: ζ.
«Γιατ» πως πολ σωστ επε κάποτε κι φίλος μου Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δ
ν κινητοποιε τς μζες
κανένας στίχος σήμερα δ
ν νατρέπει καθεσττα.»
στω.
νάπηρος, δεξε τ χέρια σου. Κρνε γι ν κριθες

……………………………………………………
~Κώστας Βάρναλης~

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
……………………………………………..
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδι όλο πηχτότερο βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού σαι, νιότη, που δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
…………………………………………………….

~ Κώστας Ουράνης~

Για ασφάλεια κυκλωθήκαμε με τείχη
και γίνανε τα τείχη φυλακή μας.

…………………………………………………….

~Γεώργιος Δροσίνης~

Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο να ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
………………………………………………………..
Πουλί γεννιέται ο άνθρωπος
και δέντρο θα πεθάνει:
ρίζες απλώνει γύρω του
και τα φτερά του χάνει.


………………………………………………………….

~Κωνσταντίνος  Καβάφης~
Κι αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θες
Τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
Όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις
Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου
Μες στις πολλές κινήσεις και ομιλίες…
Ώσπου να γίνει σα μια ξένη φορτική…
και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει
………………………………………………..

Πάντα στο νου σου να ‘χεις την Ιθάκη
Το φτάσιμον εκεί είναι ο προορισμός σου…
Κι αν πτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα
Ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
…………………………………………………………………..
Εμπρός κοιτάζω τα αναμμένα μου κεριά/ δε θέλω να γυρίσω να μη δω καιν φρίξω
Τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει/ τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά
πληθαίνουν.
………………………………………………………………………

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ/ μεγάλα και αψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη…
Α. όταν έχτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω/ αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον
έξω.
.........................................................................................

~Νίκος Καρούζος~

…έρημος σαν τη βροχή
διαβαίνω αγιάτρευτος μέσα στο όνειρό μου
έχοντας το σακούλι του αναστεναγμού
κι όλο πηγαίνω
πηγαίνω στις πηγές.
Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.
………………………………………………………..
«Δεν καταδέχομαι να μην πεθάνω»!

……………………………………………………………………

~Κική Δημουλά~
Ο έρωτας, όνομα ουσιαστικόν
Πολύ ουσιαστικόν, ενικού αριθμού
Γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού
Γένους ανυπεράσπιστου
Πληθυντικός αριθμός
Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες
…………………………………………………………………….

~Κλείτος Κύρου~

Δεν έχεις πια τίποτε σου πήραν τα όπλα
Σου πήραν τους φίλους τη φωνή σου πήραν
Τα μεγάλα όνειρα έχασες και το μονοπάτι
Που πνίγεται στις πικροδάφνες και τ’ αηδόνια
Φαρμάκι παντού σκύβεις καρτερικά το κεφάλι
Μελετώντας τον τρόπο του ποιητή
………………………………………………….
Σας προσφωνώ και πάλι με τα ίδια όπως τότε ψευδώνυμα
Τα ’χετε ως κι αυτά λησμονήσει, πάνε τόσα χρόνια (…)
Πιστεύατε με φανατισμό θέσει και πράξει επιδοκιμάζατε
Υστερικά τον κάθε ομιλητή …
…τώρα έχετε απομακρυνθεί απ’ το πεδίο βολής
Επαναπαύεστε μακάρια πάνω στα τρόπαια των αστικών μαχών
Γυμνάζοντας αρνητικά τις αισθήσεις σας αποταμιεύοντας όνειρα
Κάθε μέρα γίνεσθε και πιο εκλεκτικοί αλλάζετε
τις μάρκες των τσιγάρων αλλάζετε τα ρούχα σας αλλάζετε
Συνήθειες διασκεδάσεις κλίμα σπίτια και γυναίκες αλλάζετε
Τα δόντια σας και την καρδιά σας και τους λυγμούς
Ακόμη της καρδιάς σας τους αλλάζετε…..

………………………………………………………………………..
~Θωμάς Γκόρπας~

Οι μισοί έλληνες γράφουν ποιήματα
οι άλλοι μισοί δε διαβάζουν τίποτα

…………………………………………………………………….

~Γιώργης Παυλόπουλος~

Φύσαγε
γέρας
νέβαζε τ στάχτη τους
τ
ν πήγαινε στν οραν
φοβόταν
κείνη φοβόταν
ο
ὐὰ φοβιτσιάρα τς φώναζε.

Πάψε τρελέ του
λεγε
δ
ν εμαστε πι στ γ
δ
ν χουμε πι δέρμα
δ
ν χουμε μαλλι
δ
ν χουμε μήτε μάτια.

Γίναμε στάχτη τ
ς λεγε
μως μ βλέπεις κα σ βλέπω
κα
μένει κόμα γάπη
πο
δν μπορε ν γίνει στάχτη
κα
μένει κόμα γάπη.

Ε
μαι στάχτη σου το λεγε
κα
εσαι στάχτη μου
μ
πο νεβαίνουμε πο πμε
κι
λο φυσάει κι λο σ χάνω
ο
ὐὰ φοβιτσιάρα τς φώναζε.

Πάψε τρελέ του
λεγε.
………………………………………………………………………
~Κώστας Τριπολίτης~


Προσπέκτους

Φαντάζομαι τις έγχρωμες
γυαλιστερές γυναίκες
στον τελευταίο τους χορό
μ’ ένα στο χέρι κέρμα

Μπροστά από το παλιό τζουκ μποξ
τα ρούχα τους να σκίζουν
και ρίγος να διαπερνά
το αμείλικτο τους δέρμα

Απρόσιτες στον πύργο τους
έχοντας δραπετεύσει
για μια συνάντηση κρυφή
με κάποιον εραστή τους

Στης θάλασσας των ηδονών
βουλιάξαν το βελούδο
και βρέθηκαν αιχμάλωτες
μες στην κοιλιά του κήτους

Ναι, λάμπουνε φωσφορικά
νιώθοντας στο κορμί τους
ενός παράφρονα θεού
να τους χαϊδεύουν χάδια

Λικνίζονται στα δάπεδα
λύνοντας το σπασμό τους
κι από τα μέλη τους τα ανοιχτά
βγαίνουν υγρά διαμάντια

Κυνηγημένες μάγισσες
χωρίς την πυρκαγιά τους
μιλώντας με ακατάληπτες
περίπλοκες διαλέκτους

Ωραίες αλλοπρόσαλλες
και απομακρυσμένες
ίδιες με αυτά τα μανεκέν
που βλέπω στα προσπέκτους

Το υπόκωφο τραγούδι τους
κρατά φυλακισμένο
μες στο βυθό του Ιωνά
τη σάρκινη μεμβράνη

Αυτή που τις παγίδεψε
σε ηλιοτροπίων τόπους
και που το κάθε ανόητο
κορίτσι δεν τις πιάνει

Φαντάζομαι τις έγχρωμες
γυαλιστερές γυναίκες
στον τελευταίο τους χορό
μ’ ένα στο χέρι κέρμα

Να με κοιτάζουν σαν τζουκ μποξ
να με περιγελάνε
κι όλο να μου επιστρέφουν
το ματαιωμένο σπέρμα
………………………………………………………….
Σιντάρτα
Απόψε μέτρησα για σένα χίλια μίλια
λευκό χαρτί μες στης αγάπης την μποτίλια,
το φως που ρίχνει η κάμαρά σου στην αυλή σου,
για μένα είναι σινεμά του παραδείσου.

Χίλια τα πλάνα σου, τα χρώματα κι οι τόποι,
Ελένη, Κίρκη, Ναυσικά και Πηνελόπη
μια χαραμάδα άνοιξέ μου να περάσω
μ΄ ένα σου τρικ να ψωνιστώ και να ξεχάσω

Είν΄ η καρδιά μου φτερωτή σε άδειο μύλο,
φύσα ουρανέ μου κι όταν σβήσει ο παλμός,
θα `ναι για σένα που θα ζω σε αιώνιο κύκλο
ατμός, βροχή, ποτάμι, θάλασσα κι ατμός.

Βάφει η σελήνη τα βουνά κι εσύ τα χείλη,
μ΄ άρωμα ψέμα μου ποτίζεις το μαντήλι,
κι ύστερα φεύγεις με αυτόματο πιλότο,
κάποιο κρυμμένο θησαυρό να βρεις στο Νότο.

Τόσα ταξίδια σε κορμιά ψυχές και τρένα,
τόσα τραγούδια σε παράθυρα κλεισμένα,
σαν τους φαντάρους που ξεχνούν τη μοναξιά τους,
μ΄ ένα φτηνό τρανζιστοράκι στη σκοπιά τους.
………………………………………………………….

Μπουμ
Έπειτα απ' το μεγάλο μπουμ
χίλιοι φακοί να κάνουν ζουμ, 
πλάνα ωραία της καταστροφής
με φωτιές και σάρκες να τραφείς
όταν η αράχνη θα νιώθει ευφυής
στριμωγμένη στο μπετόν της οροφής.

Είχες πει χρειάζεται καιρός
να φτιαχτούν σκουπίδια ένας σωρός
να σκεπαστούνε φεγγίτες και φωταγωγοί
να συμβούνε θάνατοι αργοί
να γεννηθούνε καινούργιοι πυροτεχνουργοί
για να αξίζει να επιστρέψεις στον πλανήτη γη.

Τη ζωή που σκότωσα εγώ
είναι η ζωή που νοσταλγώ
με τα σκεπάσματά σου έχω σκεπαστεί
το κορμί σου έχω αφουγκραστεί
η ύπαρξή σου καράβι που έχει βυθιστεί
με φωνάζεις τελευταίο ασυρματιστή.

Μπαίνοντας πρωί σε ένα ταξί
καίγομαι μέσα στο οξύ
βλέπω στα μάτια των περαστικών
ξυραφιές ονείρων χθεσινών
σου κοκκινίζει τα νύχια το μανόν
και είσαι θύτης μα και το θύμα συνθηκών.
………………………………………………………………..

Προσμονή

Χαράζει κάθε μέρα λίγο πιο θλιμμένα
Νυχτώνει κάθε μέρα λίγο πιο βαθιά
Και έχεις τα μάτια σου μακριά αγκυστρωμένα
Σε κάτι πέλαγα του ονείρου σου κρυφά

Κι’ όλο προσμένεις κάτι που να σε λυτρώνει
Κάτι που θα `ρθει από έναν κόσμο που γελά
Μα είναι βία αυτό που μέσα σου φυτρώνει
Μονάχα βία τώρα μέσα σου μιλά

Μοιάζουν οι λέξεις λάστιχα ξεχειλωμένα
Που τα τραβάει καθένας όπως του φυσά
Όμως κανείς δε σου χρωστά όλα είναι ξένα
Όλα δικά σου αυτού του κόσμου δανεικά

Κι’ όλο ελπίζεις πως μία μέρα θα περάσει
Κι’ όλο ελπίζει πως μία μέρα θα φανεί
Πως θα’ ρθει κάποιος κάποια μέρα να σε πάρει
Να σε κρατήσει μες τα χέρια του σφικτά
Και να σου πει πως όλα τώρα θα τελειώσουν
Κι όλα θα γίνουν όπως ήτανε παλιά
Σήκω τα πόδια σου βάλε τα καλά σου
Όσο μακρινός και αν μοιάζει ο δρόμος από την πόρτα σου περνά

Κι’ όλο ελπίζεις πως μία μέρα θα περάσει
Κι’ όλο ελπίζει πως μία μέρα θα φανεί
Πως θα’ ρθει κάποιος κάποια μέρα να σε πάρει
Να σε κρατήσει μες τα χέρια του σφικτά
Και να σου πει πως όλα τώρα θα τελειώσουν
Κι όλα θα γίνουν όπως ήτανε παλιά

Και να σου πει πως όλα τώρα θα τελειώσουν
Κι όλα θα γίνουν όπως ήτανε παλιά

Σήκω τα πόδια σου βάλε τα καλά σου
Όσο μακρινός και αν μοιάζει ο δρόμος από την πόρτα σου περνά

Σήκω τα πόδια σου βάλε τα καλά σου
Όσο απέραντος και αν μοιάζει ο κόσμος από τα πόδια σου αρχινά
……………………………………………………………….


~ Κώστας Καλαϊτζίδης ~
Ο Ξένος ~

Ξένος ήρθα στη ζωή, ένα πρωί,
Τόσο πείνασα, τόσο δίψασα που έμεινα παιδί.
Μια θάλασσα πλατειά, κόσμος προσπερνά, τρέμω μη πνιγώ,
Μιαν αγκαλιά, Θεέ, άνοιξε να μπω.
Τόσο πείνασα, τόσο δίψασα
Τόσο πείνασα, τόσο δίψασα που έμεινα μικρό.
Τόσο πείνασα, τόσο δίψασα που έμεινα μικρό.
Ξένος φεύγω απ’ τη ζωή, στην πρώτη μου γη,
Τη χαρά να βρω και το φως να δω, χάδι και στοργή.
Στην έρημη καρδιά, όαση καμιά,
Ψάχνω για νερό, μια σου ματιά Θεέ, για να δροσιστώ.
Τόσο πείνασα, τόσο δίψασα που έμεινα μικρό.
Τόσο πείνασα, τόσο δίψασα που έμεινα μικρό.
………………………………………………………….

~ Αλκίνοος Ιωαννίδης~
Ο  Βυθός


Πέρασαν μέρες χωρίς να στο πω
"Το σ' αγαπώ δυο μόνο λέξεις..."
αγάπη μου, πως θα μ' αντέξεις, 
που 'μαι παράξενο παιδί σκοτεινό.

Πέρασαν μέρες χωρίς να σε δω, 
κι αν σε πεθύμησα δεν ξέρεις.
"Κοντά μου πάντα θα υποφέρεις...", 
σου το 'χα πει ένα πρωί βροχερό.

Θα σβήσω το φως κι όσα δε σου 'χω χαρίσει
σε ένα χάδι θα σου τα δώσω.
κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω, 
μες στου μυαλού μου το μαύρο βυθό.

Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις
κι εγώ πιο μόνος κι από μένα, 
μες σε δωμάτια κλεισμένα, 
το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ, 
γιατί μες στο όνειρο μόνο ζω.

Στα σοβαρά μη με παίρνεις ειν' το μυαλό μου θολό
είναι και ο κόσμος μου αστείος.
Κι όταν με βαρεθείς τελείως
ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες.

Και εγώ που αγάπησα πάλι την ιδέα σου μόνο
και κάποιο στίχο που σου μοιάζει, 
κοιτάζω έξω και χαράζει...
έγινε το αύριο πάλι χθες.

Θα σβήσω το φως κι όσα δε σου 'χω χαρίσει
σε ένα χάδι θα σου τα δώσω.
κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω, 
μες στου μυαλού μου το μαύρο βυθό.

Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις
κι εγώ πιο μόνος κι από μένα, 
μες σε δωμάτια κλεισμένα, 
το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ, 
γιατί μες στο όνειρο μόνο ζω.

………………………………………………………….

Η επιστροφή του Ασώτου: Αποστολάκης Δημήτρης  
~ Αλκίνοος Ιωαννίδης~


Μέσα στο κέφι του γλεντιού και στου κρασιού τη ζάλη
ένας μικρός εμίλησε μ’ αποκοτιά μεγάλη:
"Ξένε, ό,τι είχες να μας πεις, όλα θαρρώ μας τα `πες,
γύρισες όταν έχασες, όνειρα και αγάπες".

Πιότερο τον επίκρανε κι απ’ τη ντροπή του νόστου
που ο μικρός δε γνώρισε πως ήταν αδερφός του.
Σαν τέλειωσε η ξεφάντωση, πήγε στην καμαρά του
που `χανε βάψει οι τοίχοι της από τα όνειρά του.

Κι όπως εξετυλίγονταν τα όνειρα τα πρώτα,
ο αδερφός του χτύπησε της κάμαρας την πόρτα,
και το `πε πως από καιρό τον τυρρανά η σκέψη,
μ’ απόψε τ’ αποφάσισε άλαργο να μισέψει.

Επόνεσε όπως πονεί παλιά πληγή π’ ανοίγει
και του διπλοπαράγγελνε τι πρέπει ν’ αποφύγει.
"Εκεί στα ξένα που θα πας, μην πιεις νερό αδερφέ μου,
τση λησμονιάς και μαραθείς, ανθέ και καντιφέ μου.

Κάμε σαίτα την καρδιά να σκίσει τον αέρα,
να φτάσεις όπου έφτασα κι ακόμη παραπέρα.
Και το στερνό που θα σου πω πριν από τη φυγή σου,
πρόσεξε στο ταξίδι σου μη χάσεις την ψυχή σου".

Μέσα στη νύχτα μείνανε για ώρα αγκαλιασμένοι
και νιώθαν πως μ’ αόρατο σκοινί ήτανε δεμένοι.
Κι όπως τον συναπόβγανε και μάκραινε η σκιά του,
έπεσε στο προσκέφαλο κι έκλαψ’ απ’ την καρδιά του.

Share this