Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Το Γάλα (Β’ Μέρος)




Ψύχραιμη Ματιά
Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]

Καθώς σε λίγες μέρες γιορτάζουμε το μεγάλο «ΟΧΙ» της 28ης Οκτώβρη 1940, αφιερώνω το παρακάτω κείμενο σε όσους ήταν παιδιά τότε, ενώ τώρα πίνουν το καφεδάκι τους, θυμούνται τα παλιά και πολλοί από αυτούς διαβάζουν- και σχολιάζουν- την «Ψύχραιμη Ματιά». Τους ευχαριστώ πολύ.

Το Γάλα [2] (Β’ Μέρος)


Ο διεθνής Ερυθρός Σταυρός, ευτυχώς, µας µοίρασε µερικές φορές απ' όλα αυτά τα πράγµατα. […] Αλλά τι να µας κάνουν τα τρόφιµα του Ερυθρού Σταυρού; Η τροφή ήταν µια καθηµερινή υπόθεση που µόνο µια γεµάτη αγορά µπορούσε να τη λύσει. Γι’ αυτό κι εγώ είχα καταφύγει στη φαντασία. Χρόνια και χρόνια, κι όχι µονάχα στην Κατοχή, τέτοια ήταν τα νεανικά µου όνειρα. Όλο για φαγιά, για ψωµιά, για ρούχα και παπούτσια. Δε µου έµενε δυστυχώς καιρός ούτε ικµάδα για πράγµατα υψιπετή και λεπτεπίλεπτα. Αργά το διαπιστώνω, τι κρίµα! Ενώ κάτι συνοµήλικοί µου από χωριά ή πλουσιόσπιτα είναι σήµερα µέχρι λιποθυµίας λεπταίσθητοι- και τι ντροπή!- ακόµα και µπλαζέδες...
Φυσικά, παρόμοια όνειρα έκαμνα γυρνώντας στο σπίτι μετά από κείνο το γάλα. Όταν, όμως, άρχισα ν’ ανεβαίνω τα σκαλοπάτια του σπιτιού μας, κόπηκαν τα ποδάρια και τα όνειρά μου. «Πώς θα τους το πω τώρα;» Δέχτηκαν την είδησή μου με ψυχραιμία. Είχαν στο μεταξύ λάβει μιαν ανείπωτη χαρά. Κάποιος είχε δει να περνούν από τη στράτα κάρα φορτωμένα με άλευρα. Πήρα, θυμάμαι, το δελτίο και μέτρησα: δεκατρείς ολόκληρες μέρες είχαν να μοιράσουν οι φούρνοι ψωμί.
Το χαρμόσυνο γεγονός έπρεπε να πανηγυριστεί καταλλήλως. Μάζεψα τα παιδιά της γειτονιάς και σε μια αποθήκη παίξαμε το βραδάκι Καραγκιόζη. Παραστήσαμε σε δική μας διασκευή την κωμωδία «Ο Καραγκιόζης μάγερας». Εγώ ήμουν ο Χατζηαβάτης .
― Από γλυκίσματα ξέρεις, Καραγκιόζη μου; ρωτούσα εγώ.
Στα γλυκίσματα είμαι εφευρέτης έλεγε εκείνος. Εγώ είμαι αυτός που ανακάλυψε εκείνη την ωραία χαρουπόπιτα στην κατοχή.
― Δεν το 'χω φάει αυτό το γλύκισμα ποτέ μου, έλεγα εγώ γλυκόφωνα.
― Δε θα 'σουν εδώ το χειμώνα του ’41.
― Όχι, Καραγκιόζη μου, ήμουνα ταξίδι στην Πορτογαλία.
―Εάν έτρωγες, Χατζατζάρη μου, θα σου έμενε ανάμνηση σ' όλη σου τη ζωή.
― Μα τόσο νόστιμο ήταν, βρε αδερφέ;
― Να σου δώσω να εννοήσεις, Χατζατζάρη μου: έτρωγες την πρώτη μπουκουνιά, εγούρλωνες τα μάτια. Έτρωγες τη δεύτερη μπουκουνιά, ετίναζες τα ποδάρια. Έτρωγες την τρίτη μπουκουνιά, έπεφτες αναίσθητος κάτω. Ερχόσουν μόνος και σε παίρνανε τέσσερεις .
― Και γιατί έμενες αναίσθητος, Καραγκιόζη μου;
― Από τη νοστιμάδα του γλυκίσματός μου.
― Μπράβο, Καραγκιόζη, τα συγχαρητήριά μου.
Και γελούσαν οι φίλοι μου, παρ' όλη τη λόρδα που μας τυραννούσε.
Τώρα όσοι απ' αυτούς έχουν σωθεί, είναι λαμπροί οικογενειάρχες, πολλοί ανώτεροι απ' τους πατεράδες τους. Ούτε μπεκρουλιάζουν ούτε ρεμπελεύουν, όπως εκείνοι οι γερομπαμπαλήδες. Συνήθως, όμως, πάνε συλλογισμένοι και μελαγχολικοί. Μείναν ανεξίτηλα εκείνα τα βάσανα...
Και κάθε φορά που συμβαίνει τίποτε το ύποπτο, αφού τους βλέπω πρώτα ν' αγωνίζονται απ' όλους πιο συνειδητά, τους συναντώ αργότερα, σαν πάρει η κάμψη, μες στα μπακάλικα και τα φουρνάρικα να αγοράζουν με αγωνία ασυγκράτητη ό,τι βρούνε μπροστά τους, ακόμα και πράγματα που οι νεότεροι τα θεωρούνε περιττά.
Κι εγώ, φυσικά, το ίδιο κάνω. Δεν μπορούμε να ησυχάσουμε χωρίς αποθέματα τροφίμων στο σπίτι. Όλα τα θέλουμε σε μεγάλες ποσότητες. Είναι που φοβόμαστε κατά βάθος πολύ. Έχουμε διδαχτεί στο πετσί μας πόσο εύκολα και ξαφνικά μπορεί να δημιουργηθεί μια παντελής έλλειψη. Ξέρουμε πώς όλος αυτός ο κοσμάκης πού τώρα χοροπηδάει και χαχανίζει μες στην ξενοιασιά μπορεί με μια αναμπουμπούλα ν' αρχίσει αφάνταστα να υποφέρει ή και να πεθάνει ομαδικά από την πείνα. Ο θεός να μην το ξαναδώσει.


[1]  Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί κάθε Τετάρτη και Σάββατο στην εφημερίδα της Καρδίτσας «Πρωινός Τύπος». (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία  κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr)
[2] Γιώργος Ιωάννου, Από τη συλλογή διηγημάτων "Η σαρκοφάγος" (1971).

Share this