Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Το Γάλα (Α’ Μέρος)






Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]

Καθώς σε λίγες μέρες γιορτάζουμε το μεγάλο «ΟΧΙ» της 28ης Οκτώβρη 1940, αφιερώνω το παρακάτω κείμενο σε όσους ήταν παιδιά τότε, ενώ τώρα πίνουν το καφεδάκι τους, θυμούνται τα παλιά και πολλοί από αυτούς διαβάζουν- και σχολιάζουν- την «Ψύχραιμη Ματιά». Τους ευχαριστώ πολύ. Να ’ναι καλά.

Το Γάλα[2] (Α’ Μέρος)


Γάλα έχω χρόνια να πιω. Μου λένε πως το απεχθάνονται κυρίως οι µπεκρήδες. Μισώ κατά βάθος τους µπεκρήδες και τα πιοτά. Πολλούς παρόµοιους τύπους είδα στη ζωή µου και τους σιχάθηκα. Είµαι εξαιρετικά ευαίσθητος σ' αυτό το θέµα.
Τον καιρό της µεγάλης πείνας, στην Κατοχή, το γάλα, µαζί µε µερικά άλλα τρόφιµα, ήταν η µεγάλη ιδέα µου. Δεν ξέρω πώς έγινε και τώρα το έχω ξεχάσει, χωρίς όµως να πάψω να το σέβοµαι ως κάτι το ιερό. Η λησµοσύνη µου αυτή δεν οφείλεται στα πιοτά. Παραχόρτασα ίσως και δόξα τω θεώ δεν έχω για πολλά χρόνια αρρωστήσει.
Τρεις ή µάλλον δυο φορές µας έδωσαν όλο κι όλο τότε γάλα µε το δελτίο. Την τρίτη φορά πήγα αλλά µαταιώθηκε η διανοµή. Πήγαινα σ' ένα γαλατάδικο µακρινό, στην άλλη άκρη. Το µοίραζαν απόγευµα, έπρεπε όµως να πας να πιάσεις ουρά σχεδόν από το µεσηµέρι. Θυµάµαι πολύ ζωηρά την τρίτη και τελευταία µετάβαση µου στο ελεεινό αυτό γαλατάδικο.
Έφτασα νωρίς εκεί και µπήκα αµέσως στην ουρά, που ήταν κιόλας µεγάλη. Το χτεσινό πάθηµα πολλών είχε γίνει µάθηµα σε όλους. Το στρίµωγµα εξαιτίας και του κρύου ολοένα µεγάλωνε. Ο γαλακτοπώλης, όµως, δε φαινόταν ν’ ανοίξει το γαλατάδικο. Στο µεταξύ έγιναν κάνα δυο επεισόδια λόγω της στενής επαφής µας, Παρ όλη την πείνα, όπως θα θυµούνται ελπίζω πολλοί, άνθιζε και λουλούδιζε τότε στις ουρές το «κολλητήρι».
Κάποια στιγµή ο γαλακτοπώλης µε το καρότσι του φάνηκε. Έρχονταν, όµως, πολύ γρήγορα και τα γκιούµια χοροπηδούσαν. Σαν έφταξε κοντά, µας φώναξε: «Χύθηκε το γάλα στο δρόµο». Κανείς δε διαµαρτυρήθηκε. Έλεγαν, άλλωστε, πως είναι ταγµατασφαλίτης! Τη νύχτα γυρνούσε και σκότωνε. Διαλύσαµε περίλυποι την ουρά και πήραµε τους δρόµους. Ήταν φανερό πως είχε τελειώσει κι αυτή η υπόθεση. Ήµουν απαρηγόρητος.
Στο γυρισµό άλλαξα δροµολόγιο, για να µην ξαναπεράσω από κάτι πεθαµένους που είχα δει πρωτύτερα. Τους είχαν παρατήσει, ποιος ξέρει γιατί, σ’ ένα µεγάλο ορθογώνιο κασόνι και τους είχαν µέσα πρόσωπο µε πρόσωπο.
Επιστρέφοντας αργά από άλλους δρόµους γρήγορα ξεχάστηκα κι άρχισα, όπως συνήθως, να ονειρεύοµαι φαγητά. Τα φαγιά που τρώγαµε τότε ήταν κάτι απίστευτα πράγµατα. Όλα έµοιαζαν µε κάτι το προπολεµικό, µα κανένα δεν ήταν ακριβώς το ίδιο. Θαρρείς και το παν ήταν να διατηρηθεί η ονοµασία. Για το κατσαµάκι, όµως, ονοµασία ευγενική δε βρέθηκε. Θα άξιζε να γραφτεί µια µελέτη για τα φαγιά της κατοχής. Δεν αποκλείεται µερικά να γίνουν και της µόδας, όλα να τα περιµένεις. Τα πιο πολλά είχαν για βάση τους το καλαµπόκι. Είναι µυστήριο πράγµα από που ξεφύτρωσε ξαφνικά τόσο πολύ καλαµπόκι. Ακόµη και στις εκκλησίες αντίδωρο καλαµποκίσιο µοιράζανε. Όλοι έσπευδαν να πάρουν.
Θυµάµαι ένα σωρό γωνιές που είδα ανθρώπους να πέφτουν. Περνώντας τους ξαναφέρνω στη µνήµη µου λέγοντας µια ευχή. Αν ήµασταν άνθρωποι, θα 'πρεπε σε µερικά έστω σηµεία να υπάρχει κάτι, ένα σηµάδι, για µαρτυρία και υπενθύµιση. Σε µια µεγάλη απεργία προπολεµική, εκεί όπου είχαν πέσει απεργοί, πάνω στα ξερά αίµατα, οι φίλοι τους και σύντροφοί τους είχαν βάλει από µια τραγιάσκα κι ένα κουλούρι. Σχεδόν αµέσως, βέβαια, εξαφανίστηκαν αγρίως όλα αυτά. Πολλοί άνθρωποι είχαν πεθάνει τότες στους δρόµους της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας και άλλων μεγάλων αστικών πόλεων.

                                                                                                                                 Συνεχίζεται…


[1]  Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί κάθε Τετάρτη και Σάββατο στην εφημερίδα της Καρδίτσας «Πρωινός Τύπος». (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία  κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr)
[2]  Γιώργος Ιωάννου, Από τη συλλογή διηγημάτων "Η σαρκοφάγος" (1971).

Share this