Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Α, ρε «Λαυρέντη», Κοιμού εν ειρήνη. (Δε ήσουν ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.)




Ψύχραιμη ματιά
 Επιμέλεια: Βασίλης Αλεξίου, Φιλόλογος [1]




Α, ρε «Λαυρέντη», Κοιμού εν ειρήνη.
                                             (Δε ήσουν ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.)


Επιτύμβιον[2];

Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Τί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα ’ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα ’σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Ποιος ήταν ο «Λαυρέντης»; Δεν έχει κάποια ουσιαστική σημασία, καθώς το όνομα «Λαυρέντης» λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο, δηλαδή ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ενός ανθρώπινου τύπου. «Λαυρέντηδες», εξάλλου, βρίσκονταν και βρίσκονται σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής και αποτελούν φανέρωμα της πτώσης που χαρακτηρίζει την ελληνική- και όχι μόνο- κοινωνία. Επομένως, «Λαυρέντης» ήταν (και είναι) εκείνος ο ανθρώπινος τύπος που φρόντιζε να δίνει προς τα έξω μια εικόνα αξιοπρέπειας και ενδιαφέροντος για το τοπικό και συλλογικό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένας ιδιοτελής συμφερολάτρης άνθρωπος που αποζήτησε- και τελικά με αθέμιτα μέσα πέτυχε- την προσωπική του μονάχα καταξίωση.
Πέτυχε και κάτι άλλο ο «Λαυρέντης». Τη δική του (μα και της οικογένειας του) οικονομική διασφάλιση με πολλά- πολλά περιουσιακά στοιχεία, να τρώνε και τα εγγόνια που λέει και ο λαός- για τον οποίο δήθεν νοιαζόταν. Πέτυχε! Και ας αδίκησε αδέρφια, ξαδέρφια, ανίψια, συνεργάτες και συμπατριώτες του ο μεγάλος «Λαυρέντης». Για όλους αυτούς που γνώρισαν το πραγματικό του πρόσωπο τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Ο «Λαυρέντης» υιοθέτησε στην κοινωνία που έζησε μια απαράδεκτα υποκριτική στάση, όπου πίσω από κάθε υποτιθέμενο κοινωνικό του αγώνα κίνητρο του δεν υπήρξε τίποτε περισσότερο από την προσωπική φιλοδοξία και απληστία.
Αλλά ας μην αποσείουμε από πάνω μας και τις δικές μας ευθύνες. Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο αγωνιστής, ο πατριώτης, στοιχεία που φρόντιζε να δίνει προς τα έξω ο «Λαυρέντης» δεν είναι παρά το προσωπείο που θέλει να δει η- σε μεγάλο βαθμό υποκριτική- κοινωνία μας. Το μόνο προσωπείο που αποδέχεται η κοινωνία, προκειμένου να αναγνωρίσει και να επιδαψιλεύσει τιμές και προνόμια στους πολίτες της. Δεν είναι έτσι, φίλοι μου αναγνώστες; Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς παρουσιάζουν και υπερτονίζουν εκείνοι που με τρόπους επιδέξιους εργάζονται προπάντων για το ατομικό τους κέρδος.
Ωστόσο, αν ο «Λαυρέντης» υπήρξε ένας απατεώνας που ξεγέλασε πολλούς από τους συμπατριώτες του με την υποτιθέμενη αξιόλογη αγωνιστική δράση του για το συλλογικό συμφέρον, όσοι τον ήξεραν πραγματικά «τί κάθαρμα ήταν, τί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα» γνωρίζουν πολύ καλά πόσο κούφια λόγια είναι όλα αυτά που γράφηκαν και ακούστηκαν για τον «Λαυρέντη».
Αλλά και για τους πλανεμένους αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται η αλήθεια. Και αυτή η βεβαιότητά μου έγκειται, όπως έχω γράψει και σε παλιότερο κείμενό μου, από το συνήθειο που έχουν οι «Λαυρέντηδες» ακόμη και με το θάνατό τους- και μετά από αυτό το γεγονός- να επιθυμούν είτε οι ίδιοι με παρακαταθήκη τους είτε οι επίγονοί τους να γίνεται ντόρος για αυτούς. Πολλάκις επιθυμούν μεγάλο ταφικό μνημείο- σαν Επιτύμβιο, που λέει και ο τίτλος του ποιήματος- στο Κοιμητήριο, ενίοτε και μπροστά- μπροστά, ώστε να τους βλέπει και- φευ- να τους θυμάται κόσμος!

Α, ρε «Λαυρέντη», Κοιμού εν ειρήνη.
                                             (Δε ήσουν ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.)



[1]  Ο κ. ΑΛΕΞΙΟΥ αρθρογραφεί κάθε Τετάρτη και Σάββατο. (Για τυχόν επισημάνσεις, παρατηρήσεις, επικοινωνία  κ.τ.λ: vaalexiou@yahoo.gr)
[2] Μανόλης Αναγνωστάκης, «Επιτύμβιον». Από την ποιητική συλλογή «Ο Στόχος» (1970). Στο συγκεκριμένο κείμενο μου επιχειρείται μια ανάλυση του ποιήματος με στοιχεία  επικαιρότητας. Οποιαδήποτε ομοιότητα και συνειρμός του αναγνώστη με κάποιο πρόσωπο γνωστό είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.


Share this